20 Δεκεμβρίου, 2017

15 (με τα μάτια του Τζάρβις)


Ο ΚΑΙΡΟΣ στο Λόνλι Γουίμενς Γκρόουβ κυλούσε όπως πάντα ήσυχα και ανιαρά, σε ρυθμούς καθημερινότητας, με τον κόσμο να φεύγει σιγά σιγά για διακοπές.
Αυτό φυσικά δεν ίσχυε για το σερίφη Τζουγκανάτο και τον ντεπιούτι Στάμος, που βρίσκονταν πάντα σε εγρήγορση και διαρκή αναζήτηση στοιχείων για τη λύση του μυστηρίου γύρω από την άγρια και στυγερή δολοφονία του Χάτζι, φοβούμενοι ότι ο δολοφόνος μπορεί να χτυπούσε ξανά.
"Αρχηγέ, θα πάμε διακοπές καθόλου;" αναφώνησε ο ντεπιούτι με φανερό τον αναστεναγμό του και την ανάγκη του για ξεκούραση. Ήθελε να πάει για κυνήγι καρδερίνας και όλο αυτό του χαλούσε τα σχέδια.
"Κιορατά, εδώ υπάρχει μια πρωτοφανής δολοφονία κι εσύ μου ζητάς διακοπές; Κάπου τσι έξω γυρίζει ελεύθερος ο δολοφόνος κι εμείς έχουμε ιερό καθήκον να τον πιάσουμε. Μπορεί να πάει και τσι μοναδική μου αγάπη ,τσι Κυρία"πρόσθεσε αναστενάζοντας κι αυτός.
-Πώς το είπες το τελευταίο αρχηγέ;;;
"Τίποτα, να αρπάξουμε τσι ευκαιρία που να σε πάρει ο διάολος λέω" απάντησε ο σερίφης με εκνευρισμό και αμηχανία παράλληλα.
Ο κρυφός του πόθος για την Κυρία, ξεπερνούσε κάθε λογική. Ζήλευε αφάνταστα και τον μπάτλερ που ήταν συνεχώς στα πόδια της, σε βαθμό που ευχόταν να τον κολλήσει τριχοφάγο ο Αρπατόνε.
"Καλά, αρχηγέ, πάω να πάρω τρία κιλά μπουγάτσα και δυο λίτρα γάλα κι επιστρέφω" απάντησε ο ντεπιούτι.
Τα μαγαζιά έκλειναν το ένα μετά το άλλο. Το "Γκαστρωμένο Τσουρέκι" είχε κατεβάσει ρολά κι αυτό για διακοπές. Ακόμα και το Σουρωμένο Τυλιχτό του Καντίαν είχε κλείσει. Αυτός έβρισκε παρηγοριά σε ένα άλλο φαγάδικο στο διπλανό χωριό, με κρέας το οποίο δεν μπορούσες να προσδιορίσεις στο ζωικό βασίλειο -παρά μόνο με λήψη γενετικού υλικού-, πίτα καρβουνιασμένη σαν 45άρι δίσκο με τις επιτυχίες του Τέρι Χρυσού, πατάτες που θύμιζαν οξειδωμένες καρφοβελόνες σε οικοδομή αυθαίρετη δίπλα στη θάλασσα και κρασί μπαλσάμικο.
Τον Κανάλι ποσώς τον απασχολούσε αυτό φυσικά, αφού ποιοτικά ήταν στα ίδια στάνταρ με το δικό του φαγητό.
Περισσότερο τον ενδιέφερε η γκαρσόνα η Μιρέλα, που είχε έρθει από το ανατολικό μπλοκ και του γυάλιζε του γεροξούρα.
Κάπως έτσι και ο Τζάρβις πίστευε πως ήταν ώρα η Κυρία να πάει για διακοπές.
Είχε ανάγκη να ανανεώσει τον αέρα της και να γεμίσει τις μπαταρίες της ώστε να επιστρέψει δυνατή και να ολοκληρώσει τη συγγραφή του νέου της βιβλίου "Πώς να ξεπαστρέψεις μια κατσαρίδα με δυο κινήσεις" με θέμα καθημερινά παράσιτα που εισβάλλουν στη ζωή μας.
Δεν ήταν μόνο αυτό φυσικά.
Ο Τζάρβις, που έφερνε την αλληλογραφία στη Κυρία είχε παρατηρήσει έναν φάκελο περίεργο και αρκετά ύποπτο, διότι δεν είχε τα στοιχεία του αποστολέα επάνω, δεν έφερε γραμματόσημα και ήταν κολλημένος με ταινία καφέ, αυτή που συσκευάζουν χαρτοκιβώτια.
Δεν γνώριζε ο αποστολέας ότι έχει κόλλα επάνω ο φάκελος; Το έκανε για έξτρα ασφάλεια; Ποιος ήξερε άραγε;
Η ανατροφή του δεν του επέτρεπε να τον ανοίξει μα ο φόβος και η ανάγκη για προστασία στην Κυρία τον ώθησε να το κάνει.
Και ναι, είχε δίκιο.
Ήταν ένα γράμμα τυπωμένο σε παλιά γραφομηχανή και έλεγε "Κσερης οτη σε γουσταρο και το πεζης κιρια".
Ο Τζάρβις το πήρε σαν ένα κακόγουστο αστείο. Όμως ήρθε κι άλλο σύντομα σε ίδιο ακριβώς φάκελο και με το ίδιο αμπαλάρισμα.
Το άνοιξε και διάβασε "Μπα, κανης πος δεν βλεπης και τα μηνιματα τόρα;"
Αυτό έγινε ξανά και ξανά.
Ο Τζάρβις δεν ανάφερε τίποτα στην Κυρία που δεν θέλησε να αναστατώσει, μήτε στον Σερίφη που δεν εμπιστευόταν, από τότε που τον είδε να κρατάει αγκαλιά τον Αρπατόνε και να τον φιλάει λέγοντας "Αχ πως μοσχοβολάς έτσι, λατρεία μου, μοναδική μου αγάπη,τέχνη φλόγα, ζωή, το μαγο πουλι δε γαμεί".
Τότε είχε δικαιολογηθεί ο Άντονι λέγοντας πως έκανε πρόβα από μια παράσταση που θα ανέβαζε στη πλατεία του χωριού για τα 100 χρόνια παρασκευής τζιτζιμπύρας.
"Τζάρβις, φέρε μου το Χένεσι" φώναξε η Κυρία.
Ίσως να ήταν η σωστή στιγμή να της κάνει την πρόταση για διακοπές.
"Μάλιστα, Κυρία... Κυρία, τι θα λέγατε αν πηγαίναμε για λίγο καιρό διακοπές;"
"Κουράστηκες, καλέ μου Τζάρβις, να με υπηρετείς;"
"Ποτέ, Κυρία, για τη δική σας σωματική και ψυχική ηρεμία ανησυχώ. Η συγγραφή του βιβλίου σας έχει απορροφήσει αρκετά. Τι θα λέγατε να πάμε στο κτήμα σας στο βουνό;"
"Τζάρβις, είσαι τόσα χρόνια δίπλα μου, ξέρεις πόσο λατρεύω την θάλασσα, στα βουνά θα πάμε καλοκαιριάτικα;"
Ο Τζάρβις ήξερε αλλά δεν ήθελε να πάει σε μέρη που θα ήταν ευάλωτη σε άτομα σαν τον σφεντόνα με τα ανώνυμα γράμματα.
"Κυρία, ξέρω την αγάπη που τρέφετε για το υδάτινο στοιχείο,αλλά ίσως το βουνό να σας ηρεμήσει ακόμη περισσότερο για την ολοκλήρωση του θεσπέσιου νέου βιβλίου σας."
"Ίσως να έχεις δίκιο, πιστέ μου υπηρέτη, φόρτωσε το Lada Niva να πάμε στο βουνό, να ασχοληθούμε και με τα περιβόλια λίγο!"
"Το Lada, Κυρία; Μήπως το Range Rover θα ήταν καλύτερη επιλογή;"
"Όχι, Τζάρβις, το Niva!! Να ζήσουμε μια όμορφη περιπέτεια όπως τότε που πήγαμε για πρώτη φορά!! Ετοίμασε τα πράγματα, μόνο τα χρειώδη σε μια βαλίτσα και τον Αρπατόνε! Το πρωί με την αυγή φεύγουμε!"
Η χαρά του Τζάρβις ήταν απερίγραπτη αλλά φρόντισε να μην την αποτυπώσει στο πρόσωπό του.
"Αμέσως, Κυρία" απάντησε με σταθερή χροιά και σαν έστρεψε από την άλλη το βλέμμα του, ξεπρόβαλε ένα χαμόγελο χαράς και ικανοποίησης.
Το πρωί η πρώτη ηλιαχτίδα τους βρήκε καθοδόν για το κτήμα.
Ένιωθαν και οι δύο απέραντη χαρά και ελευθερία να τους κυριεύει.
Όπως τότε που η Κυρία νέα ήταν με το πτυχίο από το κολλέγιο ανά χείρας κι έτοιμη να κατακτήσει το σύμπαν!!
Παράλληλα στο τμήμα ο Σερίφης είχε ανεβάσει θερμοκρασία και αγκομαχούσε σαν παλιό ντεσεβό που κάνει ανάβαση στη Ριτσώνα.
"Θα πάω τσι Κυρία" ψέλλισε.
"Πώς το είπες αυτό αρχηγέ;" ρώτησε ο Στάμος.
"Τίποτα δεν είπα, τράβα να πάρεις μπουγάτσα με σκουμπρί να φας κι εγώ θα πάω τσι κυρία."
"Στην κυρία; Τι θες εκεί, αρχηγέ; Βρήκες κάποιο στοιχείο;" απόρησε ο ντεπιούτι…
"Όχι, γι'αυτό θα πάω, θέλω να τσι ρωτήσω κάτι... κι αυτόν τον χτικιάρη τον μπάτλερ... κάποια πράγματα."
"Αρχηγέ, δεν τον συμπαθείς και πολύ αυτόν τον μπάτλερ νομίζω. Θεωρείς κάτι ύποπτο σε αυτόν και την Κυρία;"
Σαν άκουσε αυτό ο Άντονι πετάχτηκε από την καρέκλα λες και κόλλησε τσούχτρα στο καυλί του.
"Τσι εννοείς, ντεπιούτι; ρώτησε και συμπλήρωσε… Λες να τσι βατεύει;"
"Τι λες, αρχηγέ, τι μας νοιάζει τι κάνουν στο κρεβάτι τους!" αποκρίθηκε με έκπληξη και γέλια ο Στάμος. "Για τον φόνο λέω!"
"Άσε με να το σκεφτώ θέλω ηρεμία, πάω να φάω λίγο κάτι σύκα που έχω και μια στάλα φέτα και θα μιλήσουμε μετά."
Ο Άντονι έφυγε από το τμήμα και πήγε στο ανθοπωλείο να πάρει λέλουδα και να πάει στη Κυρία.
Ήταν όμως όλα κλειστά.
"Που να τσου πάρει ο διάολος, τα κλείσανε τσι φύγανε όλοι τους" μονολόγησε εκνευρισμένος.
Τότε σκέφτηκε να πάει στο νεκροταφείο... εκεί σίγουρα θα έβρισκε.
Πράγματι, το κατάστημα"Ο Μαραμένος Κατηφές" του Ντίμι Χάλα, απέναντι από το κοιμητήριο του  Γκρόουβ, ήταν ανοιχτός.
Μπήκε ο Τζουγκανάτο μέσα κι αντίκρισε έναν κύριο γύρω στα 50, με φλοράλ πουκάμισο, σκισμένο τζιν και μπότες Λι Βαν Κλιφ, να καπνίζει πίπα με γεύση καυκαλήθρα και να παίζει γιουκαλίλι τραγουδώντας το "Η ζωή εδώ τελειώνει".
"Καλημέρα, τι θα θέλατε;" ρώτησε ο Ντίμι τον σερίφη.
"Λουλούδια για μια Κυρία" απάντησε ο Άντονι.
"Για μνημόσυνο σε στεφάνι;"
"Που να σε πάρει ο διάολος, κιορατά, τσι πέθανες την αγάπη μου, τσι μοναδική μου λατρεία" απάντησε εξοργισμένος ο Σερίφης. "Ζωντανή είναι, για επίσκεψη τσι θέλω."
"Μάλιστα, συγγνώμη κιόλας" απάντησε τρομαγμένος ο Ντίμι. "Τι θα λέγατε για τριαντάφυλλα;" συμπλήρωσε.
"Κρίνα μήπως είναι καλύτερο;" είπε ο Σερίφης.
"Μου είπατε πως είναι ζωντανή" απάντησε σκασμένος από τα γέλια ο Ντίμι. "Τα κρίνα είναι για τις ψόφιες."
"Σωστά... Άσε που μπορεί να γκαστρωθεί με τα κρίνα... Αυτό μου 'λειπε... Βάλε ό,τι νομίζεις, έρωτα, και φρόντισε να μη μου πιάσεις το γκώλο τσι τιμή, είπε ο Σερίφης" με άγρια και επιβλητική φωνή αντάξια ενός Όρσον Ουέλς στον Πολίτη Κέιν.
"Μάλιστα, αμέσως" απάντησε ο Ντίμι με την ξινίλα σμιλεμένη στο πρόσωπό του.
"Και πού 'σαι, γκόμενε, βάλε και πολλα φρουφρού τσι κορδέλες απάνου."
Ο Σερίφης, δίχως να χάσει παραπάνω χρόνο, πήρε το μπουκέτο και όδευσε για το σπίτι της Κυρίας.
Οδηγώντας, συλλογιζόταν τι δικαιολογία θα έλεγε για την επίσκεψη.
Ήταν τόσο απορροφημένος από τις σκέψεις του ώστε δίχως να το καταλάβει, βρέθηκε έξω από το σπίτι της.
Πάρκαρε και σκεφτόταν ακόμη τι δικαιολογία θα έλεγε, ενώ παράλληλα παρατήρησε τα ερμητικά κλειστά παράθυρα.
"Περίεργο" αναφώνησε…
Κατέβηκε, κορδώθηκε, σάλιωσε τα πλούσια φρύδια του, μύρισε τις μασχάλες του και πλησίασε την πόρτα.
Χτύπησε το κουδούνι, όμως καμία απάντηση…

Κ.Μ.

(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

16

ΤΟ ΠΕΡΙΠΟΛΙΚΟ του ντέπιουτι Στάμος έτριζε και βογκούσε σαν σουμιές σε επαρχιακό γαμιστρώνα καθώς έτρεχε πολύ πάνω από το όριο ταχύτητας...