11 Μαΐου, 2017

11



Ο ΑΝΤΟΝΙ ΕΙΧΕ ΠΕΣΕΙ σε βαθιά περισυλλογή. Ο άχρηστος βοηθός του -όταν συνήλθε από το μεγάλο φαγοπότι και τις κατραπακιές- του είπε όσα είχε μάθει από το Στράτο Μπίγκμαν: ο Άντριου Χάτζι γυμναζόταν στο "Συνειδητοποιημένο Σφίχτερμαν", πάντα μαζί με τρεις άλλους πελάτες που εκείνος είχε φέρει στο γυμναστήριο.
"Και μάντεψε τι, αρχηγέ! Ήταν όλοι φαγκότα" είχε πει ο Τεό.
"Δηλαδή;" είχε ρωτήσει ο Άντονι.
"Πιπεροτρίφτες."
"Δεν σε καταλαβαίνω, μίλα ελληνικά, ρε κιορατά."
"Οχουυυυυύ! Συκαρίες, φιρουλί φιρουλό, γκέιλορντ... πώς το λένε; Τομπαίρνουλες... ροζαλίες... αδελφές, ρε παιδί μου."
"Εικάζω πως εννοείς κίναιδοι."
"Ποιος ήρθε;"
"Άγιε μου Γεράσιμε, δώσ' μου δύναμη... Δεν έχει σημασία, κατάλαβα. Πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Σου είπε τα ονόματα των τριών άλλων ο Στράτο;" είχε ρωτήσει ο Άντονι.
"Όχι, δεν τα γνωρίζει. Χρησιμοποιούσαν ψευδώνυμα και το Στράτο δεν τον ένοιαζε, του αρκούσε που πλήρωναν τις συνδρομές του. Εξάλλου είχε εγγυηθεί ο Χάτζι. Ήταν ο Μπέιμπι Μπέαρ, ο Χαίρι Mπαμπλ και ο Σόρτντικ. Ρώτησα το Στράτο αν είχε δει κανέναν στα αποδυτήρια κι αν ήταν κοντοψώλης και μου είπε πως το Σόρτντικ σημαίνει ακριβώς αυτό: μικροτσούτσουνος. Έχει να τους δει όλους εδώ και μέρες ενώ ήταν τακτικοί."
"Με λίγα λόγια δεν αποκλείεται τα απομεινάρια που έχουμε βρει να ανήκουν σε αυτούς! Πρέπει να ερευνήσουμε το σπίτι του Χάτζι, ίσως υπάρχουν στοιχεία. Θα πας εσύ στο σπίτι του να ψάξεις. Εγώ θα μιλήσω με την ιδιοκτήτρια του Αλέγκρου Τσουκαλιού. Πρόσεχε όμως, κακομοίρη μου. Αν σταματήσεις οπουδήποτε για μάσα θα το μάθω. Και τότε μαύρο φίδι που σ' έφαγε" είχε προειδοποιήσει το φαταούλα ντέπιουτι ο σερίφης.
Τώρα σκεφτόταν την επίσκεψή του στη σεφ-όχι-μαγείρισσα του Αλέγκρου Τσουκαλιού. Την είχε δει κάνα δυο φορές στην πόλη, ήταν ωραία κοπέλα, επομένως δεν μπορούσε να παρουσιαστεί σαν το λέτσο έστω κι αν πήγαινε στο μαγαζί της για επαγγελματικούς λόγους. Θα περνούσε πρώτα από το Τορνευτό Καπούλι για τριμάρισμα των μαλλιών του και μια περιποίηση προσώπου. Ναι, αυτό θα έκανε.
Όταν έφτασε στο ινστιτούτο καλλονής της Μόνικας τον περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Η βοηθός-πιστολάκι τον πληροφόρησε πως το αγαπημένο τράβελ-γκερλ του Γκρόουβ είχε φύγει για ένα παρασκευοσαββατοκύριακο R&R με έναν μπασκετμπολίστα και πως η ίδια πνιγόταν και δεν μπορούσε να τον εξυπηρετήσει.
"Και τι θα κάνω εγώ τώρα; Ποιος θα με κουρέψει και θα με περιποιηθεί;" ρώτησε αγανακτισμένος ο Άντονι. Αμάν αυτή η φλόγα, τέχνη, ζωή, σουβλάκι, περγαμόντο. Όποτε της κάπνιζε έβαζε λουκέτο στο μαγαζί σαν την άλλη τη σιγανοπαπαδιά τη ζωντοχήρα και σηκωνόταν και έφευγε.
"Τι να σας πω, σερίφη... Γιατί δεν πάτε στο Ροζ Κανίς; Ίσως μπορούν να κάνουν κάτι εκεί" απάντησε η βοηθός-πιστολάκι.
"Ροζ Κανίς; Τι είναι πάλι αυτό;"
"Το κομμωτήριο σκύλων που άνοιξε πριν από ένα μήνα δύο δρόμους παρακάτω. Κάνουν απίθανα κουρέματα στους σκύλους, είμαι σίγουρη πως θα τα καταφέρουν με ένα τριμάρισμα."
Μουρμουρίζοντας, ο Άντονι πήγε στη διεύθυνση που του υπέδειξε η βοηθός-πιστολάκι. Το Ροζ Κανίς εξωτερικά δεν διέφερε πολύ από ένα ανθρώπινο κομμωτήριο, απλώς ήταν πιο εντυπωσιακό. Τι κατάντια, σκέφτηκε ο Άντονι. Ο καπιταλισμός σε όλο του το μεγαλείο. Κομμώσεις σκύλων! Σε λίγο θα βγάλουν και μπουρδέλα σκύλων, που να τους χωθεί ο διάολος μέσα τους! Παρ' όλα αυτά μπήκε στο μαγαζί αφού δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
"Καλώς το σερίφη!" είπε μια γνώριμη φωνή.
Ο Άντονι είδε έκπληκτος μπροστά του τον Ιλάι Μπακαλό, τον πρώην βοηθό του. "Τι γυρεύεις εσύ εδώ, Ιλάι;" ρώτησε.
"Εγώ τι γυρεύω εδώ; Δικό μου είναι το κατάστημα, αρχηγέ! Και είμαι ο Ιλί πλέον, όχι ο Ιλάι. Ιλί Βακαλό. Η πελατεία εκτιμάει καλύτερα τα γαλλικά ονόματα. Εξάλλου, έχω πάρει δίπλωμα από την Ανωτάτη Σχολή Κομμωτικής Κυνών των Παρισίων."
"Πήρες εσύ δίπλωμα από γαλλική σχολή; Ξέρεις γαλλικά;" ρώτησε ο Άντονι.
"Μα μπιεν σιγ! Βουλέ βου κουσέ αβέκ μουά σε σουάγ; Μεγσί μποκού, λεμί μπουκαλιόν, κε σε κεσέ κε σε μπολ, χιμί ζουζουνιόν" είπε ο Ιλί.
"Έχω εντυπωσιαστεί... Εγώ δεν ξέρω γρι γαλλικά."
"Σάμπως ξέρω γω" είπε μέσα από τα δόντια του ο Ιλί.
"Τι είπες;"
"Σε τι οφείλω την επίσκεψή σου λέω, αρχηγέ."
"Α... Ήθελα να κόψω λίγο τα μαλλιά και τα μούσια και να φρεσκαριστώ, αλλά η Μόνικα έχει πάρει τα όρη, τ' άγρια βουνά. Και μου είπανε για το μαγαζί σου" είπε ο Άντονι, νιώθοντας λίγο άβολα επειδή είχε διώξει με τις κλοτσιές παλιότερα τον Ιλί από το τμήμα. "Δεν ξέρω αν μπορείς να με βοηθήσεις..."
"Μα και βέβαια. Τον αρχηγό δεν θα βοηθήσω; Κάτσε να φέρω μια καρέκλα, τους σκύλους τους βάζω στο τραπέζι" είπε ο Ιλί.
Σε λίγο ο Άντονι καθόταν στην καρέκλα του, με μια πετσέτα γύρω από το λαιμό και ο Ιλί έκανε τα δικά του.
"Δεν έχεις και έναν καθρέφτη, βρε παιδάκι μου, να βλέπω τι κάνεις" είπε ο σερίφης.
"Ε, οι σκύλοι δεν έχουν ανάγκη από καθρέφτες, τι να τον κάνω; Μην ανησυχείς, αρχηγάρα μου, θα σε κάνω εγώ κούκλο."


Μιάμιση αργότερα και αφού ο Ιλί πέρασε τον Άντονι με διάφορα πατσουλιά και χυσαμόλες, του κούρεψε μαλλιά και μούσια, τον χτένισε και του πάστωσε τα μούτρα με κρέμες, του ανακοίνωσε πως ήταν έτοιμος. "50 ευρώ, αρχηγέ" είπε στο σερίφη.
"Τι λες, ρε Ιλί; Φωτιά και λάβρα είσαι. Τόσα πολλά δίνουν για τους σκύλους;"
"Όχι, για τους σκύλους δίνουν περισσότερα. Τσάμπα τις έκανα τις σπουδές στη Γαλλία; Θα σου δώσω και μια τσάντα δώρο" είπε ο Ιλί και έφερε στον Άντονι μια πάνινη τσάντα.
"Αυτή έχει γατιά επάνω!" είπε ο Άντονι.
"Ας όψεται η μαλάκω η ζωντοχήρα! Έκανε ολόκληρη φασαρία επειδή έδινα τσάντες μόνο με σκυλιά, υποστηρίζοντας πως πρόκειται για ρατσιστική συμπεριφορά και ρητορική μίσους κατά των γατιών. Για να μη χάσω τους πελάτες που μου στέλνει από το κωλοπετ-σοπ της αναγκάστηκα να φέρω και τσάντες με γατιά. Γυναίκες!"
Υπό άλλες συνθήκες ο Άντονι θα του έκανε παρατήρηση επειδή μίλησε άσχημα για την αγνή θεά του, όμως δεν του είχε περάσει ακόμα το τσούξιμο για τον Τζάρβις. Έσκασε το πενηντάρικο, πήρε τη τσάντα και έφυγε.
Όταν μπήκε στο περιπολικό και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη κόντεψε να πάει από αποπληξία. Το μαλλί του ήταν πιο πλατινέ και από της Μονρόε, ενώ πάνω από το μέτωπο υψωνόταν ένα πορτοκαλί κοκκόρι. Έμοιαζε με... με... πώς το 'πε ο Τεό... με τομπαίρνουλα φασιανό. "Κιορατά, Ιλί, που να σου πάρει ο διάολος τσι φύτρες και σένα και των Γάλλων... γαμώ τα κάδρα του σπιτιού σου... που να σου χώσει κεριά στο κώλο ο άγιος Γεράσιμος... μου την είχες φυλαγμένη... μου πήρες και το πενηντάρι, γαμώ τη μεταξωτή δαντέλα στο μεσοφόρι της Παναΐας..." Σκέφτηκε να γυρίσει πίσω να καταχερίσει τον σκυλοκομμωτή, αλλά ήταν σε ώρα υπηρεσίας, έπρεπε να συγκρατηθεί. Σανίδωσε το περιπολικό και έφυγε, τινάζοντας χαλίκια και αφήνοντας πίσω του τη μυρωδιά του καμένου λάστιχου.

***

Όταν μπήκε στο Αλέγκρο Τσουκάλι, που ήταν γεμάτο κόσμο, όλα τα μάτια στράφηκαν πάνω του. Ρεντίκολο θα γινόταν εξαιτίας του σκυλομπαρμπέρη. Θα του 'βγαινε το όνομα τώρα στ' απότρυγα. Είχε αφήσει και το καπέλο του στο τμήμα, αφού δεν φόρεσε στολή, παρά πήγε με πολιτικά ως άρμοζε σε έναν τζέντλεμαν.
"Σερίφη! Τι τιμή για το μαγαζί μου" είπε μια γλυκιά γυναικεία φωνή.
Ο σερίφης γύρισε και είδε την ιδιοκτήτρια του εστιατορίου, την Άννι Γουίλκς. Τι οπτασία, μα τα πασούμια του αγίου! Από κοντά ήταν ακόμα πιο όμορφη από όσο τη θυμόταν από τις λίγες φορές που την είχε δει στην πόλη. Φορούσε ένα κοντό λουλουδάτο φόρεμα που τόνιζε τη λεπτή μεσούλα και τα ωραία πόδια της. Τα μαλλιά της κάτω από το μαγειρικό σκούφο της είχαν το ρόδινο χρώμα της αυγής, ενώ τα σκούρα μάτια της έλαμπαν σαν μαύρα βότσαλα μετά από μια απαλή καλοκαιρινή μπόρα. Και κείνο το ναζιάρικο ύφος της... αν δεν ήταν ήδη ερωτευμένος με τη μοσκιά του, θα ερωτευόταν την Άννι Γουίλκς...
"Ground control to major Tom..." είπε η Άννι, γελώντας τσαχπίνικα.
"Με συγχωρείτε... αφαιρέθηκα... Γνωρίζετε ποιος είμαι, λοιπόν;" είπε ξεψυχισμένα ο Άντονι.
"Φυσικά" απάντησε η Άννι και τον έπιασε αλά μπρατσέτα. "Είναι δυνατόν να μη γνωρίζω τον πιο γοητευτικό άντρα του Γκρόουβ. Μου θυμίζετε Εγγλέζο τζέντλεμαν. Και είστε τόσο μοντέρνος! Ήρθατε να δοκιμάσετε τη σπεσιαλιτέ μου;"
Ο Άντονι, τυλιγμένος σε ένα μυρωδάτο σύννεφο από το άρωμα της Άννι, ένιωσε τα πόδια του να μην τον κρατάνε. "Εεε... Εγώ... Ναι... Δηλαδή όχι... Όχι... Έχω έρθει για επαγγελματικούς λόγους..."
"Για επαγγελματικούς λόγους; Δε μπορώ να φανταστώ πώς θα μπορούσα εγώ να βοηθήσω το αστυνομικό τμήμα του Γκρόουβ, αλλά αφού ήρθατε για κάποια υπόθεση, πάμε να τα πούμε στο σπίτι μου. Είναι πίσω από το εστιατόριο" είπε η σεφ του Αλέγκρου Τσουκαλιού.
Καλά καλά χωρίς να καταλάβει πώς, ο Άντονι βρέθηκε στην κουζίνα του σπιτιού της, καθισμένος σε μια καρέκλα στο τραπέζι της. Παντού υπήρχαν εργαλεία του επαγγέλματός της. Μαχαιράκια, μαχαίρες... αλυσοπρίονο; Τσεκούρι; Τόξο; Κοντόκανη καραμπίνα; Τη σήμερον η τέχνη της μαγειρικής είχε γίνει υπερβολικά πολύπλοκη...
"Μια και ήρθατε ως εδώ, πρέπει να δοκιμάσετε τη σπεσιαλιτέ μου" είπε η Άννι και έβαλε μπροστά του ένα πιάτο με αρωματικό στιφάδο.
"Εγώ... σας έφερα ένα μικρό δώρο" είπε ο Άντονι και έβγαλε από την τσάντα με τα γατιά δύο ποτήρια στα οποία απεικονιζόταν το ζεύγος Γλίξμπουργκ. "Πρόκειται για οικογενειακό κειμήλιο" εξήγησε "και θεώρησα πως είναι κατάλληλο για ένα εστιατόριο."
"Τι γλυκός που είστε" είπε η Άννι. "Σας ευχαριστώ πολύ. Έχω και το κατάλληλο ποτό για να τα εγκαινιάσουμε" πρόσθεσε και έφερε μια παγωμένη σαμπάνια Μοέτ.
Από κει και πέρα ο χρόνος κύλησε όπως το νερό στο αυλάκι, συνοδεία σαμπάνιας, κρεμμυδιών στιφάδο και άλλης σαμπάνιας. Ο Άντονι ένιωθε τα μάτια του να βαραίνουν όλο και πιο πολύ. Κάτι ήθελε να κάνει, αλλά τι; Ένιωθε πως είχε ξεχάσει κάτι σημαντικό. Όλα μέσα στο μυαλό του γύριζαν και οι σκέψεις του ξεγλιστρούσαν. Πού ήταν η γλυκιά Άννι;
"Άλλο ένα ποτήρι" την άκουσε να λέει "και μετά πρέπει να γυρίσω στο εστιατόριο. Ούτε κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα. Έτσι γίνεται όταν έχεις καλή παρέα."
"Ούτε γω κατάλαβα..." μουρμούρισε ο Άντονι και σήκωσε τα μάτια του προς το μέρος απ' όπου ερχόταν η φωνή της. Στεκόταν μπροστά του. "Τι είναι αυτό πίσω από την πλάτη σας;" ρώτησε προσπαθώντας να εστιάσει το βλέμμα του.
"Α, είναι η κατάνα μου. Ένα παραδοσιακό ιαπωνικό σπαθί το οποίο χρησιμοποιώ για να ψήνω Γιακιτόρι."
"Γιακι...τί;" είπε ο Άντονι.
"Γιακιτόρι. Ιαπωνικό σουβλάκι με μέλι και τζίντζερ. Είναι μια τεχνική των αρχαίων Σαμουράι. Όταν βρίσκονταν στις ερημιές, περνούσαν το κρέας στις κατάνες τους και το έψηναν σε αυτές αντί σούβλας. Περιμένετε να σας δείξω" είπε και, τραβώντας το σπαθί με μια σβέλτη κίνηση, άρχισε να κάνει μ' αυτό γρήγορες κινήσεις πάνω από το κεφάλι της.
"Προσέξτε! Θα τραυματιστείτε, Άννι!" φώναξε ο Άντονι κοψοχολιασμένος.
"Α, μην ανησυχείτε, έχω εξασκηθεί πολύ" του είπε εκείνη γελώντας και έβαλε το σπαθί πάλι στη θήκη του. "Λοιπόν, πρέπει να σας ξεπροβοδίσω, πρέπει να επιστρέψω στη δουλειά μου. Χάρηκα πάρα πολύ που τα είπαμε."
"Που τα είπαμε... ναι..." Τι είχαν πει; Ο Άντονι δεν θυμόταν τίποτε απολύτως. Σηκώθηκε τρικλίζοντας και την ακολούθησε στην έξοδο. Όταν έφτασε στο περιπολικό και κάθησε στη θέση του οδηγού, προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του τη συζήτησή τους αλλά ήταν αδύνατον. Από τη στιγμή που άρχισε να τρώει στιφάδο μέχρι τη στιγμή που του έκανε την επίδειξη με την κατάνα όλα ήταν ένα μαύρο κενό.

Γ.Α.

(Συνεχίζεται)

06 Μαΐου, 2017

10



Όταν έγλειψε και το τελευταίο τάπερ, ο Τεό έριξε ένα ρέψιμο που θα ζήλευαν οι συμμετέχοντες στο Οκτόμπερφεστ και σηκώθηκε να φύγει.
"Πού πας;" τον ρώτησε ο Καραλάμπι από το κελί του.
"Λογαριασμό θα σου δώσω, ρε; Εσύ ετοίμασε την απολογία σου και άσε με εμένα."
"Δεν απολογούμαιαιαι, τα έκανα όλα στάχτη, δεν το αρνούμαιαιαι, με νιώθουν μόνο όσοι αγαπούνεεε, δεν απολογούμαιαιαι..." τραγούδησε ο κανίβαλος.
"Αντίσταση κατά της αρχής, ε; Καλααά... Θα δούμε ποιος θα γελάσει τελευταίος" είπε ο Τεό και βγήκε από το τμήμα. Θα πήγαινε κατευθείαν στο σπίτι του Άντονι να τον ενημερώσει. Δεν μπορούσε να του πει από το τηλέφωνο όσα είχαν συμβεί, οι τοίχοι είχαν αφτιά. Μπήκε στο περιπολικό, όμως τον περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Έπειτα από μερικά βηξίματα της μηχανής και κάνα δυο δυνατές πορδές της εξάτμισης, το όχημα έμεινε πιο ακίνητο και από πεθαμένο σαράντα ημερών. Να πάρει ο διάολος! Τι είχε συμβεί πάλι; Ο Τεό δεν κάθησε να το σκεφτεί. Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι. Βγήκε από το περιπολικό και έτρεξε στους στάβλους του τμήματος.
"Σίλβερ! Ώρα να θυμηθείς τα παλιά και να δοξαστείς ξανά, αγόρι μου" φώναξε, αναζητώντας με το βλέμμα του το άσπρο άτι του στο μισοσκόταδο του στάβλου.
"Τον έστειλα στο βουλκανιζατέρ για νέα πέταλα" είπε μια φωνή πίσω του. Ο Τεό γύρισε και είδε να στέκεται εκεί ο Τόντο, ο πιστός γερο-Ινδιάνος που εργαζόταν ως ιπποκόμος στους αστυνομικούς στάβλους.
"Όχι, ρε πούστη μου! Βρήκες την ώρα. Χάλασε το περιπολικό και πρέπει να πάω επειγόντως στον αρχηγό."
"Ε και γι' αυτό σκας; Πάρε το δικό μου άλογο. Μπορεί να μην είναι ο Σίλβερ,αλλά έχει τέσσερα πόδια" απάντησε ο Ινδιάνος.
Ο Τεό δεν χώνευε τον Αφιονισμένο Κούτσαβλο, το άλογο του Τόντο. Είχε διαρκώς την εντύπωση ότι το ζώο τους κοιτούσε όλους με σάπιο ύφος, άσε που γινόταν δύστροπο όταν το ΄πιανε το γλυκί του. Όμως δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. "Καλώς. Ετοίμασέ τον γρήγορα, να του δίνω" είπε στον Ινδιάνο.
Ο Τόντο σέλωσε μάνι μάνι το άλογό του. "Σου ΄χω κρεμάσει και μια αρμαθιά τσαπέλες για το δρόμο" είπε στον Τεό, παραδίδοντάς του τα γκέμια.
"Well done!" φώναξε ο Τεό και με ένα σάλτο ανέβηκε στη σέλα. Σπιρούνιασε το άλογο με τις αστυνομικές μπότες του και άρχισε να καλπάζει με τα πλοκάμια του ν' ανεμίζουν. Τι αίσθηση! Ήταν γεννημένος Λόουν Ρέιντζερ. Ήξερε από τις μέρες που δούλευε στο παράνομο αποστακτήριο πως ήταν φτιαγμένος για σπουδαία πράγματα. Και τώρα, αυτή η υπόθεση με τον αιμοσταγή ανθρωποφάγο ήταν η ευκαιρία να δείξει τις ικανότητές του και να σκαρφαλώσει στην κορυφή της μπατσικής αλυσίδας. Κρίμα βέβαια για τους ανθρώπους που είχε ροκανίσει ο Καραλάμπι, αλλά δεν φτιάχνεις ομελέτα χωρίς να σπάσεις αβγά.
"Ομελέτα..." μουρμούρισε και ένιωσε τα σάλια του να τρέχουν. Σε λίγο θα περνούσε από την καντίνα του Ίαν Κανάλι. Γιατί να μη σταματούσε να φάει ένα βρόμικο με ομελέτα και τα συναφή; Ναι... Αυτό θα έκανε.
Σε δέκα λεπτά βρισκόταν μπροστά στο "Σουρωμένο Τυλιχτό". Ή, όπως έγραφε η αυτοσχέδια επιγραφή του καταστήματος, στην 'ΚΑΝΤΊΑΝ Σουρομαίνο Τιλιχτό". Κάποτε που είχε επισημάνει στον Ίαν πως είχε κάνει αναγραμματισμό στη λέξη "καντίνα", εκείνος του είχε πει θιγμένος πως δεν ήταν αναγραμματισμός αλλά λογοπαίγνιο... "Καντ-Ίαν, το 'πχιασες;" Ο Τεό δεν το είχε πιάσει, αλλά είχε πάψει από καιρό να προσπαθεί να συνεννοηθεί με τον Κανάλι. Του αρκούσε ότι ο τύπος έφτιαχνε τα πιο καθαρά βρόμικα της πόλης.
"Καλώς το Λόουν Ρέιντζερ" είπε ο Κανάλι όταν ο Τεό στάθηκε μπροστά στην "καντίαν". "Το συνηθισμένο;"
"Χαιρετώ, μάστορα. Ναι, το συνηθισμένο" απάντησε ο ντέπιουτι, κοιτάζοντας τον Ίαν. Αυτός ο άνθρωπος όσο περνούσε ο καιρός έμοιαζε όλο και περισσότερο με το Σμίγκολ. Ίσως έφταιγε το γεγονός ότι δεν του καθόταν ούτε θηλυκή γάτα εξαιτίας του στρυφνού χαρακτήρα του.
"Ακόμα κυνηγάς τη ζωντοχήρα;" ρώτησε αδιάφορα ο Τεό.
"Μη μου τη θυμίζεις!" είπε ο Ίαν και έκοψε με δύναμη στα δύο με ένα μπαλτά το λουκάνικο για το βρόμικο του Τεό. "Δε μου μιλάει από τότε που πέρασε από δω και της έδωσα ένα τυλιχτό με καλαμάκι από ουρά γάτας μέσα. Πού θα πάει όμως... κόνξες κάνει. Θα πέσει."
"Μην κρατήσεις την αναπνοή σου μέχρι τότε" μουρμούρισε ο Τεό. "Πάω να ρίξω ένα κατούρημα και επιστρέφω" συμπλήρωσε.
Γυρίζοντας από το πότισμα των κάκτων είδε να κάθεται πάνω στο ψυγείο των παγωτών έξω από την καντίνα η Μόνικα Μπρούνι. Φορούσε ράσο καλόγριας -δηλαδή σχεδόν ράσο,αφού η φούστα ίσα που εμπόδιζε τα αποκαλυπτήρια- και κρατούσε ένα δονητή στο ένα χέρι και μια Βίβλο στο άλλο.
"Γεια σου, χρυσό μου!" του είπε με τη βραχνή αισθησιακή φωνή της. "Τον τίναξες και συ;"
"Τι γυρεύεις εσύ εδώ;" ρώτησε ο Τεό. "Και τι είναι αυτά που φοράς;"
"Να, μωρέ, γυρίζουμε μια τσόντα και χρειαζόμασταν ένα απομονωμένο μέρος στην εξοχή. Ο Ίαν υποσχέθηκε να κεράσει τα βρόμικα και τα αναψυκτικά για το συνεργείο με αντάλλαγμα να του δώσουμε ένα ρολάκι, να ρίξει κάνα μπούτσο αλλιώς σε λίγες μέρες θα κάνει το τρίχρονο μνημόσυνο της φίφας του."
"Καργιόλα!" ακούστηκε η φωνή του Ίαν από την καντίνα.
"Σκάσε και ψήνε" του φώναξε η Μόνικα. "Ακόμα περιμένω να με πας για τα ψάρια που μου έταξες."
Πάνω που ο Τεό ήταν έτοιμος να ζητήσει και κείνος ένα ρόλο, ακούστηκαν ηδονικά οργασμικά βογκητά και φιλήδονες τσιρίδες. Ο ντέπιουτι γύρισε προς την κατεύθυνση του ήχου και αντίκρισε ένα εξωπραγματικό θέαμα. Ο σερίφης του Λόνλι Γουίμενς Γκρόουβ ήταν πεσμένος στα τέσσερα στο έδαφος, φορώντας ένα καπέλο και... τίποτε άλλο. Πίσω του ήταν κολλημένος ο Αρπατόνε και κουνιόταν με λύσσα βγάζοντας τις τσιρίδες που είχε ακούσει ο Τεό. Τα οργασμικά βογκητά προέρχονταν από τον Άντονι!
"Αρχηγέ! Τι... τι κάνεις εκεί;" ρώτησε εμβρόντητος.
"Είναι.... αααχχχ... ακριβώς.... ναιιιιι.... αυτό που νομίζεις... μη σταματάς...αααααχ!"
"Δεν είναι δυνατόν! Θα μου στρίψει!" ψέλλισε ο Τεό. "Φοράει και καπέλο..."
"Σε λίγο να δεις τι θα φορέσει" είπε η Μόνικα, κραδαίνοντας με νόημα το δονητή.
"ΘΕΕ ΜΟΥ! Σήκω πάνω, αρχηγέ! Σου έστριψε! Το ΄χασες! Σταμάτα αμέσως! Σήκω πάνω λέω!"
"Όχι θα κάτσω να σκάσω" είπε ο Άντονι. "Αν νομίζει η ζωντοχήρα ότι θα την περιμένω είναι γελασμένη. Τον Τζάρβις εκείνη; Τον Αρπατόνε εγώ... Συνέχισε, μωρό μου.... αααχ, ναι!"
"Άρπα τονε, μωρή άρρωστη!" φώναξε ο Αρπατόνε.
"Το κουόκα μιλάει!" ούρλιαξε ο Τεό στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.
"Εδώ μιλάει ο Ντόναλντ, καημένε, δεν θα μιλάει ο Αρπατόνε;" είπε η Μόνικα.
"Εγώ πότε μπαίνω, παιδιά;" ακούστηκε μια φωνή από ψηλά.
Ο Τεό σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό και κόντεψε να μείνει στον τόπο. Το κεφάλι του Χάτζι, με το κωλάντερό του προσαρτημένο σαν γκροτέσκο σπερματοζωάριο, αιωρείτο πάνω από την καντίνα και τους κοίταζε με το γνώριμο σπινθηροβόλο βλέμμα αγελάδας του Χάτζι.
"Άγιοι μου Θεόδωροι, Τήρωνα και Στρατηλάτη, βοηθήστε με! Ο Χάτζι... Έχει... έχει και φτερά..."
"Ήπια ένα ρεντμπούλ νωρίτερα να στανιάρω, γιατί θα παίξω στο άναλ" εξήγησε η ασώματος κεφαλή.
Ο Τεό δεν κάθησε ν' ακούσει περισσότερα. Άρπαξε το βρόμικο που είχε ετοιμάσει ο Ίαν, σάλταρε στη σέλα του αλόγου και το σπιρούνιασε φρενιασμένος. Το ζώο δεν κουνήθηκε. "Εμπρόοοοος, ψωφάλογο! Πάμε να φύγουμε! Άνοιξαν οι πύλες της κόλασης!" ούρλιαξε ο βοηθός σερίφη κοπανώντας σαν τρελός τις φτέρνες του στα πλευρά του αλόγου.
"Άντε γαμήσου, ρε μαλάκα"είπε ο Αφιονισμένος Κούτσαβλος. "Δεν πάω πουθενά. Θα παίξω και γω στην τσόντα, έχω συνεννοηθεί με τα παιδιά. Ποιος νομίζεις ότι χάλασε το περιπολικό;"
"Καλά σου λέει" είπε το κεφάλι του Χάτζι. "Μας τα ζάλισες. Τώρα θα σου δείξω εγώ" πρόσθεσε και, σηκώνοντας ψηλά το κωλάντερό του, έσκασε μ' αυτό μια μπούφλα στα μούτρα του Τεό.
Η δύναμη του χτυπήματος τίναξε από τη σέλα τον Τεό, που έπεσε στο έδαφος.
"ΟΧΙΙΙΙ.... ΜΗΗΗ... ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΣΩ!" φώναξε.
Δεύτερη μπούφλα στα μούτρα. "Σήκω πάνω, βρε συμφορά του αστυνομικού τμήματος. Σήκω, που κακό χρόνο να ΄χεις. Σήκω γιατί θα σου ρίξω κι άλλες"ακούστηκε ο Άντονι. Ο Τεό ένιωσε δυο χέρια να τον αρπάζουν και να τον καθίζουν κάπου.
Άνοιξε με κόπο τα μάτια του και είδε μπροστά του το σερίφη. Με καπέλο και τη στολή του. Πότε είχε προλάβει να ντυθεί; Κοίταξε γύρω του. Βρισκόταν στο αστυνομικό τμήμα, καθισμένος στην καρέκλα του Άντονι. Πίσω από το σερίφη, ο Καραλάμπι κυλιόταν από τα γέλια στο κελί του.
"Τι... τι έγινε; Πού πήγε το κωλάντερο του Χάτζι; Πώς βρέθηκα εδώ; Πού είναι η Μόνικα; Που είναι ο Αφιονισμένος Κούτσαβλος; Τι συμβαίνει;"
"Τι είναι αυτά που τσαμπουνάς, βρε παραλυμένε; Ποιος Αφιονισμένος Κούτσαβλος; Ποια Μόνικα; Ήρθαν οι κυρίες του Συλλόγου να φέρουν κεράσματα και σε βρήκαν ξερό στο πάτωμα από το φαΐ. Με ειδοποίησαν και ήρθα άρον άρον. Αν μάθει εξαιτίας σου η ζωντοχήρα πως είμαι στην πόλη και της είπα ψέματα, βρες τρύπα να κρυφτείς, κιορατά. Άσε που τώρα θα βουίξει η πόλη από τις κουτσομπόλες πως έχουμε συλλάβει τον Καραλάμπι. Με πήδηξες βασιλικά."
"Όχι εγώ, αρχηγέ... Ο Αρπατόνε..." είπε ο Τεό.
Η σφαλιάρα αλά Μπαντ Σπένσερ που του ΄ριξε ο Άντονι τον έριξε ξερό για δεύτερη φορά.

Γ.Α.

(Συνεχίζεται)

03 Μαΐου, 2017

9



Ο ΤΕΟ ΗΤΑΝ ΜΕΣ ΣΤΑ ΝΕΥΡΑ. Λίγη ώρα νωρίτερα είχε λάβει ένα παράξενο και λακωνικό τηλεφώνημα από τον αρχηγό. "Έλα γρήγορα στο σπίτι μου" του είχε πει ο Άντονι με φωνή που φαινόταν να βγαίνει από τον Άδη. "Σε έχω ανάγκη." Ο Τεό είχε παρατήσει στη μέση το απολαυστικό τρύγημα των τάπερ που είχαν φέρει οι κυρίες του Συλλόγου και  τώρα κατευθυνόταν στη μονοκατοικία του Άντονι. Από τη φούρια του είχε ξεχάσει να πάρει κάτι μαζί του για να τσιμπήσει. Όλα στραβά κι ανάποδα. Φτάνοντας, είδε ότι ο Άντονι είχε αφήσει την πόρτα ανοιχτή. Από μέσα ακουγόταν στη διαπασών το "Θα τα κάνω όλα πουτάνα" του Sotis Volanis. Αυτό ήταν ανησυχητικό από μόνο του. Ο σερίφης του Γκρόουβ άκουγε μόνο κάτι πεθαμένους αρχαίους σαν τον Μπαχ και τον Σοπέν και κάτι χοντρές κυράτσες που παρίσταναν τα κοριτσόπουλα και έβγαζαν τσιρίδες οι οποίες σήκωναν και πεθαμένους.

Μπήκε στο σπίτι τρέχοντας και αντίκρισε ένα χάος. Μπουκάλια, ποτήρια, ένα κουτί πίτσας και ένα σωρό άλλα σκουπίδια ήταν πεταμένα στο πάτωμα. Ο χώρος είχε μια εσάνς από κάτι δυσάρεστο... σκατίλα ίσως;... και ο Άντονι ήταν χυμένος στην αγαπημένη του πολυθρόνα σαν άδειο σακί από γογγύλια, κρατώντας στο χέρι το υπηρεσιακό του περίστροφο.

"Αρχηγέ! Τι κάνεις εκεί;" φώναξε έντρομος ο Τεό.

"Προς το παρόν τίποτα" απάντησε ο Άντονι με ύφος ανθρώπου που είχε βγει από αεροπορικό δυστύχημα. "Αλλά θα κάνω. Θα τη σκοτώσω τη σκορδόπιστη και μαζί μ' αυτήν θα στείλω στον αγύριστο τον 'Τζάρβις" και εκείνη την τριχωτή καταστροφή."

"Ποια σκορδόπιστη; Ποιον Τζάρβις; Ποια τριχωτή καταστροφή;"

"Εσύ ποια λες; Μία είναι η σκορδόπιστη. Η μοσκιά μου! Τα 'φτιαξε με έναν μπάτλερ και μου τον έστειλε δήθεν για να πάρει τον αχάριστο ποντικό, ενώ ξέρω πολύ καλά πως το ΄κανε για να μου τρίψει στα μούτρα τον εραστή της. Θέλει να με βασανίσει. Αλλά θα τους κανονίσω εγώ... θα τους καθήσω όλους στη μεσαιωνική καρέκλα..."

"Αφού τους σκοτώσεις και τους στείλεις στον αγύριστο ή πριν; Πφφ... άσε τις αηδίες, αρχηγέ, και τρόμαξα." Ο Τεό πήγε και πήρε προσεκτικά το πιστόλι από τον Άντονι, που δεν αντιστάθηκε. Έπειτα έκλεισε το ραδιόφωνο και μάζεψε το σκουπιδαριό για να το πάει στην κουζίνα. Επέστρεψε με ένα φλιτζάνι τίλιο και το έδωσε στο σερίφη. "Η μοσκιά σου δεν τα έφτιαξε με κανέναν μπάτλερ. Απλώς χρειαζόταν μια βοήθεια στο σπίτι για τα ζώα της και έτυχε να πετύχει αυτόν τον τύπο που έψαχνε για δουλειά στο φούρνο. Μου το είπε ο Μάικ πριν από  μερικές μέρες. Ώστε τον λένε Τζάρβις."

"Όχι. 'Τζάρβις" για τους στενούς φίλους. Τον λένε Κονσταντάιν Μάρκορα και θέλω να μάθεις τα πάντα γι' αυτόν. Μπορεί να είναι σχιζοφρενής και να κινδυνεύει η αγάπη μου. Πρέπει να την προστατέψω" είπε με ανησυχία ο Άντονι, πίνοντας μια γουλιά από το τίλιο που του έφερε ο Τεό.

"Εσύ προηγουμένως ήθελες να τη σκοτώσεις και να την καθίσεις στη μεσαιωνική καρέκλα."

"Και έχω όλα τα δίκια με το μέρος μου για να το κάνω. Αλλά είμαι ένας τζέντλεμαν. Οι πρόγονοί μου είναι γραμμένοι στο Libro d' Oro της Κεφαλλονιάς που είχε είχε συντάξει το 1799 ο Κεφαλλονίτης ιστορικός Ιωάννης Κωστής Λοβέρδος κατ` εντολήν του Ρώσου Ναυάρχου Ουσακώφ, προς αποκατάσταση της Χρυσής Βίβλου που είχαν κάψει υπό τις επευφημίες του λαού το 1797 οι δημοκρατικοί Γάλλοι του Μεγάλου Ναπολέοντα, όταν έδιωξαν τους Βενετούς από την Κεφαλλονιά και από τα άλλα Επτάνησα και..."

"Ναι, πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά, αλλά άφησα στη μέση το μεσημεριανό μου για να έρθω εδώ, οπότε αν θες μου λες γιατί με φώναξες" είπε ο Τεό και τα λόγια του τονίστηκαν από μερικά δυνατά γουργουρητά του στομαχιού του.

"Μπα, που να βγάλεις τη φάουσα! Ταινία έχεις; Εγώ υποφέρω και συ σκέφτεσαι τη μάσα!"

"Έχω υποθυρεοειδισμό και προεμμηνορροϊκό σύνδρομο"  -ο Τεό είχε ακούσει τη δεύτερη πεθερά του, που έτρωγε σαν κατοχικός ιπποπόταμος, να το λέει αυτό. "Αλλά δεν φταις εσύ, αρχηγέ, φταίω εγώ που έτρεξα αμέσως μόλις με χρειάστηκες!" είπε και, τινάζοντας τα πλοκάμια του, σταύρωσε τα χέρια του στο στέρνο και γύρισε από την άλλη θιγμένος.

"Άσε τις κόνξες, κιορατά! Και γιατί στο καλό φοράς πάλι αυτή τη φρικωδία στα μούτρα σου;"

"Γιατί είμαι ο Χουλκ!" φώναξε ο Τεό.

"Έχω μπλέξει με μουρλούς... Δεν τη βγάζω καθαρή... Τέλος πάντων, όπως είπα, θέλω να μάθεις τα πάντα για το σχιζοφρενή μπάτλερ της αγνής θεάς μου. Έπειτα πήγαινε στο γυμναστήριο του Στράτο Μπίγκμαν. Σκέφτηκα ότι εκεί πρέπει να μαζεύονται όλοι οι μικροτσούτσουνοι της πόλης. Πάρε όποια πληροφορία μπορείς. Δες αν λείπει κανείς τον τελευταίο καιρό. Πρέπει να κινηθούμε γρήγορα. Και πήγαινε επιτέλους να ανακρίνεις τη μαγείρισσα του Αλέγκρου Τσουκαλιού."

"Μήπως θέλεις να σου κάνω και λίγο αέρα προτού φύγω;" ρώτησε σαρκαστικά ο Τεό. "Και είναι σεφ, όχι μαγείρισσα."

"Πάψε, ζαγάρι. Θα τα έκανα εγώ όλα αυτά γιατί όποιος βάζει τον κώλο του μάγειρα σκατά του μαγειρεύει, αλλά αναγκάστηκα να πω ψέματα στη ζωντοχήρα ότι θα λείψω και πρέπει να μείνω στο σπίτι κάνα δυο μέρες. Θα βρισκόμαστε σε επαφή και θα σε καθοδηγώ από δω. Α, μην το ξεχάσω... Εκείνος ο τσίφτης και λεμονοστίφτης ο 'Τζάρβις' έφερε κάτι μπάμιες. Πάρ' τις να τις δώσεις στον κανίβαλο να γλιτώσω."

"Εμένα πρέπει να ευχαριστείς και γι' αυτό, που το σκέφτηκα!"

"Πήγαινε να κάνεις καμιά δουλειά και σε ευχαριστώ αργότερα. Ασβοκούναβο."


***

O "Συνειδητοποιημένος Σφίχτερμαν", το γυμναστήριο του Στράτο Μπίγκμαν, βρισκόταν στην έξοδο της πόλης. Ο Τεό μπήκε μέσα κρατώντας ένα βρόμικο που είχε πάρει από την καντίνα "Το Σουρωμένο Τυλιχτό" του Ίαν Κανάλι. Ο χώρος αντηχούσε από τις κλαγγές των σίδερων και τα βογκητά της πελατείας.

"Καλώς τον!" φώναξε ο Στράτο όταν είδε τον Τεό να μπαίνει. "Πάλι με τις Αγγλίδες ήσουν, ρε μαλάκα;" ρώτησε όταν είδε το γκρι φουλ-φέις του ντέπιουτι.

"Όχι, είναι υπηρεσιακό αυτό" είπε ο Τεό. "Ήρθα για μια υπόθεση του τμήματος. Εσύ πάλι γυρίζεις οικογενειακά βίντεο;" τον ρώτησε, δείχνοντας τη δερμάτινη κουκούλα που φορούσε ο Στράτο. Στο γυμναστήριό του μαζεύονταν για κάποιο λόγο όλες οι επικές μουνάρες. Όχι βέβαια από το Γκρόουβ. Για τις γυναίκες της πόλης τα γυμναστήρια ήταν τέρα ιγκόγνιτα, προτιμούσαν τις κατσαρόλες. Όχι ότι αυτό χάλαγε τον Τεό. Κυκλοφορούσε λοιπόν η φήμη ότι ο Στράτο, που ήταν μέγας λάτρης των θηλυκών, επιδιδόταν σε κινηματογραφικά σέσιον προσωπικού περιεχομένου με τις καλλίπυγες πελάτισσές του.

"Πέσε κάτω, ρε, και πάρε πενήντα, που 'ρθες με το βρόμικο στο χέρι στο ναό του σώματος και παριστάνεις τον ξύπνιο!" φώναξε ο θηριώδης γυμναστηριούχος.

"Αδύνατον. Έχω τα λουμπάγκα μου και..."

"Το να ξεπερνάς τα όριά σου καθημερινά δεν είναι τυχαία επιλογή, είναι καθήκον και αυτοσκοπός προς την αριστεία του σώματος και του πνεύματος! Πέσε και σκάσε μη σου σκάσω φάπα και σε μπάσω στο τσιμέντο!" βρυχήθηκε το βουνό.

Ο Τεό πέταξε το βρόμικο στο πάτωμα και τσακίστηκε να υπακούσει. "Γαμώ την τύχη μου την πουτάνα..." μουρμούρισε. "ΈΝΑ!" φώναξε. "Τι αμαρτίες πληρώνω ο πούστης..." ψιθύρισε. "ΔΥΟ!.. Που να πέσει αστροπελέκι και να κόψει στα δύο τον κανίβαλο... ΤΡΙΑ!"

"NO PAIN, NO GAIN!" φώναξε πάνω από το κεφάλι του ο σαδιστής του πεκ-ντεκ, ο βασανιστής των κυλιόμενων διαδρόμων.

Λίγο πριν φτάσει στο έξι, ο Τεό έσκασε σαν καρπούζι στο πάτωμα, κάνοντας το βρόμικο αλοιφή για τους κάλους. Ε, όχι, ρε φίλε! Ποιος θεός τον είχε φασκελώσει;


***
Ο ντέπιουτι Στάμος έφυγε από το γυμναστήριο με τρεμάμενα πόδια, μια L-καρνιτίνη δώρο από τον Μπίγκμαν -"βοηθά τον οργανισμό να μετατρέψει τα λιπαρά οξέα σε ενέργεια μέσα στα μιτοχόνδρια"- και μερικές ενδιαφέρουσες πληροφορίες για κάποιους πράγματι μικροτσούτσουνους πελάτες του γυμναστηρίου. Θα επέστρεφε στο τμήμα για να ταΐσει το ανθρωποφάγο σπαγκόραμα και να στυλωθεί με το περιεχόμενο των τάπερ του Συλλόγου Κυριών και στη συνέχεια θα πήγαινε να ανακρίνει τη σεφ του Αλέγκρου Τσουκαλιού -και να στυλωθεί με κάνα δυο μερίδες από το στιφάδο της.

Πριν το ραντεβού με τη Μόνικα και τον παθολόγο της πόλης είχε ξεχάσει να δώσει στον Τζον Καραλάμπι το μπαμιοφακόρυζο, γεγονός που είχε σκοπίμως παραλείψει να αναφέρει στο σερίφη. Όχι ότι είχε μεγάλη σημασία. Λίγη ξενηστικωμάρα δεν θα έβλαπτε το ανθρωπόμορφο τέρας. Ούτως ή άλλως τώρα θα έτρωγε διπλή μερίδα.

Όταν μπήκε στο τμήμα, έβγαλε τα τάπερ από το ψυγείο, τα αράδιασε στο γραφείο του Άντονι, και έπειτα μετέφερε τα μπολ με το μπαμιοφακόρυζο και τις γεμιστές μπάμιες στο κελί του Καραλάμπι. Του έλυσε προσεκτικά το ζουρλομανδύα και ξαναβγήκε τρέχοντας από το κελί. Ο τύπος έπεσε με τα μούτρα στα καταπλάσματα, βγάζοντας αηδιαστικούς ήχους. Ο Τεό του γύρισε την πλάτη και κάθησε να απολαύσει το φαγητό του.

Καθώς μασουλούσε το τρίτο κομμάτι σπανακόπιτας, άκουσε πίσω του μια φωνή.

"Συγνώμη, αλλά μήπως έχει ακόμα λίγες απ' αυτές τις γεμιστές μπάμιες με μπακαλιάρο;"

Ο Τεό πετάχτηκε όρθιος, ρίχνοντας την καρέκλα του στο πάτωμα. "Μίλησες κανονικά!" φώναξε εμβρόντητος.

"Ε, πώς περίμενες να μιλήσω, ακανόνιστα;" ρώτησε απορημένος ο Τζον Καραλάμπι. "Λοιπόν, έχει άλλες μπάμιες; Για κάποιο λόγο πεινάω σαν λύκος. Και τι γυρεύω εδώ μέσα;" πρόσθεσε κοιτάζοντας γύρω του με απορία.

"Αποφάσισες να αφήσεις το κόλπο με τα λατινικά, ε; Είδες ότι δεν μπορείς να μας ξεγελάσεις. Είσαι έτοιμος να ομολογήσεις, δολοφόνε αθώων ψυχών;"

"Μα τι λες; Τι να ομολογήσω; Τι έπαθα; Γιατί βρίσκομαι εδώ; Έχει άλλες μπάμιες;" είπε ο κανίβαλος.

"Μήπως προτιμάς παϊδάκια από τον Χάτζι στο κάρβουνο;" ρώτησε ο Τεό.

"Άνοιξε ψησταριά ο Χάτζι; Πότε; Θεέ μου, τι μου συμβαίνει; Δεν θυμάμαι τίποτα. Άνοιξέ μου! Μπάμιες!" φώναξε ο Καραλάμπι, αρπάζοντας τα κάγκελα του κελιού του.


Μα τον άγιο Πατάπιο, τον προστάτη των ντεπιούτηδων! Το σοκ της μπαμιοφαγίας έφερε τον Καραλάμπι στα συγκαλά του. Τώρα θα τα μάθαιναν όλα! Έπρεπε να ειδοποιήσει αμέσως τον αρχηγό. Έπρεπε να... ΟΧΙ! Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει. Πρώτα θα τέλειωνε το γεύμα του. Ο Τεό ξανακάθησε στο γραφείο και άρχισε να κατεβάζει γατοκέφαλα, αγνοώντας τον κανίβαλο που ζητούσε κι άλλες μπάμιες.

Γ.Α.

(Συνεχίζεται)

02 Μαΐου, 2017

8



Ο ΑΝΤΟΝΙ ΗΤΑΝ ΣΥΝΤΕΤΡΙΜΜΕΝΟΣ. Η εξέλιξη της έρευνας τον είχε προσγειώσει, τον είχε απαλλοτριώσει όπως έλεγε και η Νταίζη Ντούκουνα. Μόνο ένας ηλίθιος -δηλαδή ο βοηθός του- θα πίστευε πως η ανάκριση των γυναικών του Γκρόουβ ως προς τη μικροφαλλία των παρτενέρ τους θα έφερνε αποτέλεσμα. Το Γκρόουβ ήταν για τις γυναίκες ό,τι η Αλάσκα για τους εγκληματίες: καταφύγιο ναυαγίων. Δύο είδη θηλυκών υπήρχαν εκεί -αγάμητες και κακογαμημένες. Οι μεν αγάμητες θα τους φλόμωναν στο ψέμα, οι δε κακογαμημένες θα τους έβγαζαν όλους μικρόφαλλους για λόγους εκδίκησης. Όχι, όχι... Έπρεπε να βρεθεί κάποιος άλλος τρόπος για την ανακάλυψη της ταυτότητας εκείνων στους οποίους ανήκαν τα απομεινάρια. Πού θα μπορούσε να βρει κανείς συγκεντρωμένους μικροτσούτσουνους άντρες; αναρωτήθηκε ο Άντονι, καθισμένος στην αγαπημένη του πολυθρόνα, απέναντι από τα πορτραίτα των ανθρώπων που είχαν σημαδέψει τη ζωή του: του Άρη Βελουχιώτη, του Καρλ Μαρξ και της Τζοάνας.
"Αχ, Τζοάνα... Γιατί δεν με... Μπα που να σε φάει ο μαύρος κόρακας, συφοριασμένο ψυλλοσάκκουλο!" έκρωξε και άρχισε να τινάζει το πόδι του για να πέσει από τη γάμπα ο Αρπατόνε, που προσπαθούσε φιλότιμα να την πηδήξει. Το κουόκα έδωσε έναν πήδο και έφυγε τσιρίζοντας εκνευρισμένο, παρασύροντας κατά την πορεία το μπουκάλι με το κρασί και το ποτήρι που είχε ακουμπισμένα στο πάτωμα ο Άντονι. "Τσι μάνας σου τσι πουτάνας ο κώλος! Θα σου τη μπουμπουνήξω, δε θα γλιτώσεις!" Σχεδόν μισή μέρα είχε στο σπίτι του το υπερφυσικό ποντίκι και εκείνο δεν του είχε αφήσει τίποτα όρθιο, συν ότι είχε χέσει το ροκοκό σετέ της μαμάς στον προθάλαμο υποδοχής. Ευτυχώς που η μαμά έλειπε για ιαματικά λουτρά στα γκέιζερ του πάρκου Γελοουστόουν.
Ο Άντονι είχε αναγκαστεί να τηλεφωνήσει στη ζωντοχήρα και να της πει ψέματα -πράγμα αισχρό για έναν τζέντλεμαν του διαμετρήματός του- πως τάχα μου ανειλημμένες υποχρεώσεις εκτός πόλεως θα τον ανάγκαζαν να λείψει κάνα δυο μέρες οπότε δεν θα μπορούσε να φροντίσει τον Αρπατόνε. Ευτυχώς εκείνη ήταν, παραδόξως, σε καλή διάθεση και του είχε απαντήσει πως θα περνούσε από το σπίτι του να τον πάρει. "Εμένα να έρθεις να πάρεις" καιγόταν να της πει, αλλά η ανατροφή του δεν του επέτρεπε τέτοιες χυδαιότητες. Η μαμά είχε μεγαλώσει έναν ευγενή κύριο, όχι έναν ποταπό μαχαλόμαγκα τελευταίας υποστάθμης. Άσε που αν ξεπερνούσε τις αναστολές του και της το έλεγε τελικά μπορεί να κατέληγε με πολλαπλά κατάγματα.
Το κουδούνι διέκοψε τις σκέψεις του. "Η μοσκιά μου!" μουρμούρισε ενθουσιασμένος και έτρεξε στην πόρτα, με το χαμόγελο της επιτυχίας στα μούτρα. Το οποίο χαμόγελο έγινε ατμός όταν άνοιξε και είδε να στέκεται απέξω ένας μόρτης γύρω στα σαράντα, ευειδής, καλοντυμένος και γενικά περιποιημένος. Φορούσε και κολόνια!
"Γεια χαρά" είπε στον Άντονι. "Κονσταντάιν Μάρκορα, για τους στενούς φίλους 'Τζάρβις'. Με έστειλε η Τζοάνα να πάρω τον Αρπατόνε."
Προτού καλά καλά προφτάσει να αποσώσει τα λόγια του ένας σίφουνας σάρωσε το δωμάτιο πίσω από τον Άντονι και με έναν πήδο έπεσε πάνω στον "Τζάρβις". Ήταν ο Αρπατόνε, με χαμογελαστό μούτρο, παρακαλώ, που αγκάλιασε τον άντρα βγάζοντας τσιρίδες χαράς.
"Τι κάνεις, φιλαράκο; Σε περιποιήθηκε ο σερίφης; Λίγο κομμένο σε βλέπω" είπε ο 'Τζάρβις' χαϊδεύοντας και κανακεύοντας τη μαρσιποφόρα συμφορά.
"Καθόλου κομμένος! Έχει φάει μισό κιλό μπανάνες και κατάχεσε το σετέ, ευτυχώς που... Ποιος είστε, κύριε; Γιατί έστειλε εσάς η Τζοάνα και δεν ήρθε να πάρει η ίδια το ζώο της;"
"Α, είμαι ο νέος μπάτλερ της."
"Πώς είπατε; Ορίστε; Από πότε; Δεν ξέρω τίποτα για κανέναν μπάτλερ."
"Εδώ και δέκα μέρες. Γνωριστήκαμε στο Γκαστρωμένο Τσουρέκι, όπου είχα πάει να κολλήσω μια αγγελία εύρεσης εργασίας. Τα είπαμε και ιδού" εξήγησε στον Άντονι ο 'Τζάρβις' "είμαι πια ο μπάτλερ της."
"Και πού μένετε;" ρώτησε ο Άντονι, έχοντας μια φριχτή υποψία.
"Όπου μένουν οι μπάτλερ φυσικά" απάντησε γελώντας ο τύπος. "Στο σπίτι της εργοδότριάς μου."
Κλαυθμός και οδυρμός! Αστροπελέκια, ακρίδες και ποτάμια πίσας. Ένας Θεός ξέρει πώς κατάφερε ο Άντονι να παραμείνει όρθιος. "Με συγχωρείτε, αλλά θα την πάρω τηλέφωνο. Δεν μπορώ να παραδώσω το αθώο ζωάκι της στα χέρια ενός αγνώστου."
"Και δεν την παίρνεις; Δεν βιάζομαι" είπε ο αντιπαθητικός υπηρέτης.
Η σύντομη τηλεφωνική συνδιάλεξη του Άντονι με την Τζοάνα έληξε με πόνο και θλίψη. Ναι ο 'Τζάρβις' ήταν ο νέος μπάτλερ της, ναι έπρεπε να του παραδώσει το ποντίκι πάραυτα, όχι δεν θα το σκεφτόταν να τον απολύσει επειδή ουσιαστικά ήταν ένας άγνωστος, εκείνη ήξερε ΚΑΛΥΤΕΡΑ από τον Άντονι.
Ο Άντονι αναγκάστηκε να επιτρέψει στον μπάτλερ να φύγει με τον Αρπατόνε -ο οποίος τον είχε κλασμένο και δεν του ΄ριξε δεύτερη ματιά από τη στιγμή που τον πήρε αγκαλιά ο 'Τζάρβις'. Προτού αποχωρήσουν, ο μισητός άντρας σήκωσε μια σακούλα που είχε αφήσει δίπλα του όση ώρα χαϊδολογούσε το τρωκτικό και την έδωσε στον Άντονι.
"Παραλίγο να το ξεχάσω. Η Τζοάνα είπε να δοκιμάσεις αυτό και να της πεις τη γνώμη σου. Είναι μπάμιες κατσαρόλας, γεμιστές με ξινόχοντρο, μπακαλιάρο και σταφίδα" είπε και έφυγε.
Ο Άντονι συγκρατήθηκε με το ζόρι να μην του καρφώσει με το υπηρεσιακό περίστροφο -που κουβαλούσε πάντα στην τσέπη της ρομπ ντε σαμπρ του- μια σφαίρα ανάμεσα στις ωμοπλάτες καθώς πήγαινε στο αυτοκίνητο της Τζοάνας με τον Αρπατόνε καλικούτσα.

Γ.Α.

(Συνεχίζεται)

01 Μαΐου, 2017

7


Ο ΤΕΟ ΜΠΗΚΕ στο τμήμα κρατώντας στο ένα χέρι το κλουβί με τον Αρπατόνε, το κουόκα της ζωντοχήρας, και στο άλλο μια σακούλα με δύο μπολ . Ο Αρπατόνε υπό κανονικές συνθήκες ήταν ένα πρόσχαρο κουόκα, δηλαδή ένα πρόσχαρο αυστραλέζικο μαρσιποφόρο που έμοιαζε πολύ με υπερμεγέθη ποντίκαρο. Τώρα, κλεισμένος στο κλουβί, μακριά από τις γάτες της Τζοάνας που του φαίνονταν σαν άλλα κουόκα και κυρίως σαν άλλα κουόκα που μπορούσε να πηδήξει, είχε πάθει τρομώδες παραλήρημα. Έγρουζε, κοπανιόταν, και προσπαθούσε με τα μικροσκοπικά χεράκια του να πιάσει από κάπου τον Τεό.
"Ω, συμφορά που μας βρήκε! Μήπως είναι λυσσασμένο το μαγαρισμένο; Ποια φυσιολογική γυναίκα έχει για κατοικίδιο έναν αρουραίο;" είπε ο Άντονι.
"Αφενός δεν είναι αρουραίος, είναι μαρσιποφόρο, αφετέρου η ζωντοχήρα δεν είναι φυσιολογική" τον πληροφόρησε ο Τεό.
"Σ' αυτό έχεις ένα δίκιο."
"Η Τζοάνα μου είπε ότι το ζώο θα ηρεμήσει μόλις το βγάλουμε από το κλουβί και το ταΐσουμε. Στη σακούλα έχει ένα μπολ με την τροφή του και άλλο ένα με μπαμιοφακόρυζο για σένα. Περιμένει να το φας και να της πεις τις εντυπώσεις σου, αρχηγέ".
"Ωιμέ! Βαβαί! Παπαί! Οτοτοτοί!" αναφώνησε ο σερίφης.
"Αρχηγέ, μίλα ελληνικά να σε καταλαβαίνω" είπε ο Τεό.
"Ελληνικά είναι, βλακέντιε! Επιφωνήματα πόνου από αρχαίες τραγωδίες. Δεν αντέχω άλλες μπάμιες. Εμ τις σιχαίνομαι, εμ με έχει πάει λουλάκι. Πότε θα γίνει ο κωλοδιαγωνισμός για την καλύτερη συνταγή με μπάμιες να απαλλαγώ απ' αυτό το μαρτύριο;"
"Έχω να προτείνω κάτι..."
"Όχι, δε μπορείς να τις φας εσύ!"
"Σιγά μην τις έτρωγα. Ούτε εγώ δεν μπορώ να κάνω τέτοιο άθλο. Όμως μπορούμε να τις δώσουμε στον κανίβαλο. Μ' ένα σμπάρο τρία τρυγόνια: δεν θα αναγκαστείς να τις φας εσύ, δεν θα πεις ψέματα στη ζωντοχήρα ότι τις έφαγες, θα ταΐσουμε κι αυτόν τον κανάγια χωρίς να επιβαρύνουμε τον προϋπολογισμό μας."
"Audiatur et altera pars!*" φώναξε ο Τζον από το κελί του.
"Αγορίνα μου! Λεβέντη μου! Να σε φιλήσω..." είπε ο Άντονι, ενθουσιασμένος από τη λαμπρή ιδέα του ντέπιουτι Στάμος και αγνοώντας τον ψυχοπαθή καταχανά**.
"Όχι, μη, μακριά! Λέω να πεταχτώ μέχρι το περίπτερο του Βουστάση Χασάν να πάρω καμιά σοκολάτα. Πρέπει να με χτύπησε υπογλυκαιμία."
"Να μην πεταχτείς πουθενά, καταβόθρα. Πρέπει να πάμε στο παλιό νεκροτομείο, θα μεταφέρουμε εκεί το φορητό ψυγειάκι με τα απομεινάρια, έχω κλείσει ραντεβού με το δόκτορα και τη Μόνικα."
"Γιατί στο παλιό νεκροτομείο; Αυτό έχει να χρησιμοποιηθεί χρόνια" είπε απορημένος ο Τεό.
"Γιατί δεν έχουμε νέο και γιατί οι νεκροψίες πρέπει να γίνονται σε νεκροτομεία. Επίσης δεν μπορώ να κρατάω τα ανθρώπινα απομεινάρια στο ψυγείο του τμήματος μαζί με τα κεράσματα που έφεραν οι κυρίες του συλλόγου, είναι μακάβριο" του εξήγησε ο Άντονι.
"Έφεραν κεράσματα πάλι; Να τσιμπήσουμε κάτι προτού φύγουμε;"
"ΟΧΙ! Θα αργήσουμε στο ραντεβού και επιπλέον το ζουλάπι κάνει σαν σεληνιασμένο. Αν πάθει τίποτα, η αγάπη μου θα με αφαλοκόψει και έπειτα θα με ανασκολοπήσει" είπε ο Άντονι αλαφιασμένος.
"Τώρα πού το 'πες, τι θα κάνουμε με τον Αρπατόνε όσο θα λείπουμε;" ρώτησε ο Τεό.
"Θα τον πάρουμε μαζί. Δεν τον αφήνω με τον ανώμαλο. Μπορεί να μπει στο κελί και να τον φάει ο λιμασμένος. Μετά θα πρέπει να αλλάξω χώρα. Βγάλ'τον από το κλουβί, ρίξ' του λίγη τροφή, δώσε και το μπαμιοφακόρυζο στον κανίβαλο και φεύγουμε αμέσως για το νεκροτομείο. Πάω να πάρω το φορητό ψυγειάκι, θα σε περιμένω στο περιπολικό."
Ο Τεό άνοιξε το μπολ με την τροφή του Αρπατόνε. Είχε μέσα διάφορες πρασινάδες, φέτες μήλου και κομμάτια από ακτινίδιο και μάνγκο. Ο ντέπιουτι κοίταξε τον Αρπατόνε, ανασήκωσε τους ώμους του και καταβρόχθισε σε χρόνο ντε τε τα κομμάτια από ακτινίδιο και μάνγκο. Το μικρό μαρσιποφόρο έβγαλε μια τσιρίδα. "Σιωπή! I am the law" είπε ο Τεό και έβγαλε τον Αρπατόνε από το κλουβί για να φάει ό,τι είχε περισσέψει.
***
"Eίσαι σίγουρος ότι δεν είναι λυσσασμένο αυτό το ζουλάπι; Μην έχει ψύλλους; Όλα τα τρωκτικά έχουν" είπε ανήσυχος ο Άντονι από τη θέση του συνοδηγού. Ο Αρπατόνε είχε κουρνιάσει πάνω στα πόδια του και χώνευε την τροφή του μείον ένα ακτινίδιο και μισό μάνγκο.
"Πόσες φορές πρέπει να σου πω ότι είναι μαρσιποφόρο; Και όχι, δεν έχει ψύλλους. Είναι εμβολιασμένος και αποπαρασιτωμένος. Η ζωντοχήρα έχει στα όπα όπα όλα τα ζώα της" είπε ο Τεό.
"Μόνο εμένα δεν έχει στα όπα όπα η αγνή θεά μου" είπε με παράπονο ο Άντονι.
"Ε, για πήγαινε στον κτηνίατρο για αποψύλλωση και αποπαρασίτωση και βλέπουμε."
"Θα σου σπάσω τη γκλάβα, διαόλου σπορά!" φώναξε ο σερίφης.
"Αρχηγέ, κρατάω τιμόνι" είπε ο Τεό. "Και μην ξεχνάς ότι πρέπει να διαλευκάνουμε το μυστήριο. Ορίστε φτάσαμε." Σταμάτησε το περιπολικό έξω από το παλιό νεκροτομείο και μπήκαν μέσα, ενώ ο Αρπατόνε τους ακολούθησε χοροπηδώντας. Προχώρησαν σε ένα διάδρομο γεμάτο σκουπιδαριό και έφτασαν στην αίθουσα νεκροτομών που έπειτα από τόσα χρόνια αχρηστίας και βανδαλισμών θύμιζε σκηνικό από ταινία τρόμου.
"Επιτέλους, χρυσά μου!" είπε η Μόνικα που στεκόταν δίπλα στο ένα από τα δύο τραπέζια νεκροτομών. "Πάνω που είχα αρχίσει να αγριεύομαι. Χειρότερο μέρος δεν μπορούσατε να βρείτε για ραντεβού; Έφυγε και ο δόκτωρ και έμεινα μοναχιά μου και απροστάτευτη. Τι θα γινόταν αν ερχόταν κάποιος ανώμαλος και με έστηνε στα τέσσερα παρά τη θέλησή μου για να μου κάνει άγριο σεξ και να ικανοποιήσει τις αρρωστημένες ορέξεις του;
"Θα του έριχνες μια κλοτσιά στ' αρχίδια και θα του έκανες αναίμακτο ευνουχισμό" απάντησε ο Τεό.
"Σ' αυτό έχεις δίκιο. Το είχα κάνει μια φορά σε κάποιον που μου έδωσε χαστούκι στο κωλομέρι" είπε η Μόνικα.
"Ο δόκτωρ Ζαγκαρόλα δεν ήρθε ακόμα;" ρώτησε ο Άντονι.
"Ήρθε, αλλά δέχτηκε επείγουσα κλήση για να πάει να ξεγεννήσει μια γελάδα που είχε δύσκολο τοκετό. Είπε ότι κατά πάσα πιθανότητα δεν θα μπορέσει να επιστρέψει έγκαιρα" εξήγησε η Μόνικα. Ξαφνικά έβγαλε μια κραυγή που έκανε τα όποια τζάμια είχαν απομείνει στο κτίριο να κροταλίσουν. "Ιιιιιιιιι! Ένα ποντίκι! Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!" ούρλιαξε και, δίνοντας έναν πήδο, αγκάλιασε τον Άντονι και πέρασε τα πόδια της γύρω από τη μέση του.
"Δεν είναι ποντίκι, είναι ο Αρπατόνε, το μαρσιποφόρο της ζωντοχήρας και είναι ακίνδυνος" εξήγησε ο Τεό.
"Ουφ... ζάρωσαν τ' αρχίδια μου" είπε η Μόνικα. "Άντονι, αγάπη μου, πιστόλι είναι αυτό στην τσέπη σου ή χαίρεσαι που με βλέπεις;"
"Τέχνη, φλόγα, ζωή, σονάτα, χαϊκού, δεν είμαι κωλομπαράς αλλά είναι ανθρωπίνως αδύνατον να μείνει ένας καμελούτσος ασυγκίνητος όταν τον αγγίζουν τα κρουστά κωλομέρια σου και μάλιστα ένας ρωμαλέος καμελούτσος σαν το δικό μου" είπε με ξεψυχισμένη φωνή ο σερίφης.
"Δεκατεσσαράκι με επιείκεια, επειδή είσαι εσύ" είπε η Μόνικα και άφησε το κορμί της να συρθεί προς τα κάτω προκειμένου να κατέβει από τον Άντονι, προσφέροντάς του μια συγκίνηση πιο έντονη κι από εκείνη της ανακάλυψης του αδίστακτου κανιβάλου Τζον Καραλάμπι. "Μήπως μπορούμε να συνεχίσουμε τώρα γιατί σε δυο ώρες έχω ραντεβού με μια ομάδα πόλο που θα μείνει μια βδομάδα στην πόλη μας και πρέπει να κάνω μποτέ;"
Ο Τεό βοήθησε τον Άντονι να απλώσει τα ευρήματα στο τραπέζι νεκροτομών και η Μόνικα φόρεσε τη λευκή ρόμπα της αισθητικού και χειρουργικά γάντια για να εξετάσει με επαγγελματισμό τα απομεινάρια. "Δεν βλέπω κωλάντερα, δύσκολα τα πράγματα" είπε με την πρώτη ματιά που έριξε στο σωρό των οστών. "Μμμ... κάτι έχουμε εδώ" πρόσθεσε και σήκωσε με το χέρι της ένα από τα κρανία που είχε επάνω του ολόκληρη τη μύτη. "Μπίνγκο!" αναφώνησε. "Κρίνοντας από το μέγεθος της μύτης πρόκειται για άντρα με τσουτσού μαξ έντεκα εκατοστών σε στύση. Δεν έχεις παρά να μάθεις ποιοι είναι οι μικρόφαλλοι της πόλης. Αυτός που έχει εξαφανιστεί είναι αυτός που κρατάω στα χέρια μου. Δυστυχώς εγώ προτιμώ από 18ρηδες και πάνω οπότε δεν μπορώ να σε βοηθήσω άλλο."
"Πώς διάβολο θα μάθουμε ποιοι είναι οι μικρόφαλλοι της πόλης;" ρώτησε απελπισμένος ο Άντονι.
"Απλό!" είπε ο Τεό. "Θα ζητήσουμε από τις κυρίες να προσέλθουν στο αστυνομικό τμήμα και θα τους ζητήσουμε να μας πουν με ποιους έχουν πάει και πόσο τον είχαν."
"Αλάνθαστη μέθοδος..." μουρμούρισε η Μόνικα. "Χρυσά μου, σας εύχομαι καλή τύχη -θα σας χρειαστεί- και πάω για την κούρα ομορφιάς μου".

Γ.Α.

(Συνεχίζεται)

ΓΛΩΣΣΑΡΙ
* "Ρωτήστε και την άλλη πλευρά!"
** Καταχανάς = βρικόλακας

16

ΤΟ ΠΕΡΙΠΟΛΙΚΟ του ντέπιουτι Στάμος έτριζε και βογκούσε σαν σουμιές σε επαρχιακό γαμιστρώνα καθώς έτρεχε πολύ πάνω από το όριο ταχύτητας...