11 Ιουνίου, 2017

13



Ο καιρός ήταν ασυνήθιστα ψυχρός για την εποχή. Παγερός αέρας φυσούσε στο Λόνλι Γουίμενς Γκρόουβ και φαινόταν να έχει εγκατασταθεί και στις ψυχές των ανθρώπων της ειδυλλιακής πόλης. Τα νέα για τα γεγονότα των τελευταίων ημερών είχαν μαθευτεί και οι κάτοικοι περπατούσαν σκυφτοί στους δρόμους, κοιτάζοντας λοξά και με καχυποψία όποιον δεν γνώριζαν. Tα παιδιά είχαν εξαφανιστεί από τις παιδικές χαρές και οι γάτες σκάλιζαν επιφυλακτικά τα σκουπίδια στους κάδους, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού τους το φόβο μιας αναπάντεχα φρικιαστικής ανακάλυψης. Όλοι προτιμούσαν να περνούν τις ελεύθερες ώρες τους κλεισμένοι στα σπίτια τους. Ένας δολοφόνος κυκλοφορούσε ανάμεσά τους –γιατί φυσικά κανείς, εκτός από τον Άντονι και το ντέπιουτι Στάμος, δεν πίστευε ότι ο Τζον Καραλάμπι ήταν ανθρωποφάγος κανίβαλος. Ο μόνος που χαιρόταν για την κατάσταση ήταν ο Ίαν Κανάλι , που δεν προλάβαινε να μεταφέρει παραγγελίες με το κωλοπειραγμένο φυστικί Ζούνταπ του από την «ΚΑΝΤΊΑΝ» του.
«Πάλι έκανε… φτουουου… σούζες ο ντενεκές ο ξεγάνωτος με το μοτόρι… φτουουου… φτουουου… και έχει γεμίσει το πιτόγυρο γαρμπίλι» είπε ο Τεό, φτύνοντας χαλίκια και ταυτόχρονα μασουλώντας το ένα από τα έξι τυλιχτά που είχε παραγγείλει στον μπιζελόμυαλο καντινιέρη. «Κάθε φορά σαβουρδιάζεται και σκορπίζει τις παραγγελίες… γκνιαμ… φτουουου… στο δρόμο.»
«Ε; Τι…» είπε αφηρημένος ο Άντονι από το γραφείο του. Κάτι είχε πάθει αυτός. Από τότε που είχε επιστρέψει από το Αλέγκρο Τσουκάλι πριν από δυο μέρες, ήταν άλλος άνθρωπος. Καθόταν αμίλητος, έχοντας χαμένο βλέμμα, χωρίς καν να δίνει σημασία στα γατοκέφαλα που κατέβαζε ο Τεό παρότι του είχε απαγορεύσει να τρώει εν ώρα υπηρεσίας. Επίσης δεν είχε πει τίποτα στο ντέπιουτι για όσα είχαν συμβεί στο εστιατόριο της Άννι Γουίλκς. Aμ εκείνο το πλατινέ μαλλί; Ήταν σαν τον Μπίλι Άιντολ στο Flesh for Fantasy. Μυστήρια πράματα.
«Λέω… μόλις τελειώσω το πρόγευμά μου θα πάω να ελέγξω το σπίτι του Άντριου Χάτζι, όπως με διέταξες. Τις προάλλες είχα πολλή χαρτοδουλειά και δεν πρόλαβα» απάντησε ο Τεό.
«Του Χάτζι… ναι… εντάξει» είπε ο σερίφης και έπειτα στύλωσε το βλέμμα του στο κενό.
Ο Τεό κούνησε το κεφάλι του απορημένος. Όταν τέλειωσε το φαγητό του πήγε στο δωμάτιο με τους φοριαμούς. Έβαλε την εξάρτυσή του, ξαναβγήκε και στάθηκε επιδεικτικά μπροστά στον Άντονι.
Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε ανέκφραστος. «Θες τίποτα;»
«Πώς σου φαίνονται αυτά που φοράω, αρχηγέ;»
«Πώς να μου φανούν… εντάξει» απάντησε ο Άντονι και, σκύβοντας το κεφάλι, κοίταξε τις μύτες των παπουτσιών του.
Διάολε! Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Ο Τεό είχε βάλει τη σούπερ σπέσιαλ στολή του με το φουλ-φέις βιονικό κράνος αντάρτικου πόλεων από την ταινία «Οι Μπάτσοι του Διαστήματος» που είχε αγοράσει κοψοχρονιά από το e-bay και το οποίο διέθετε πτυσσόμενο ηλεκτρονικό κυάλι Τζι-Μπι-Αρ 3245, στόχαστρο μηδενικής απόκλισης, νυχτερινή όραση, ανιχνευτή κίνησης και ενσωματωμένο mp3 player με πλέιλιστ των αθάνατων επιτυχιών του Πρόδρομου Τσαουσάκη. Και ο Άντονι είχε πει ένα απλό… «εντάξει»!
«Αρχηγέ, για δες και το όπλο μου» είπε και, τραβώντας το πιστόλι του από τη θήκη του, το στριφογύρισε με το δείκτη του μπροστά στα μάτια του σερίφη. Δε μπορεί, το Μπλακ Ντράγκον Tερμινέιτορ XXL-666 που είχε κερδίσει στη λοταρία του στριπτιτζάδικου «Ξυρισμένο Μουνόχειλο» -ιδιοκτησίας Λεονίντ Τασούλ, ενός ρουμανικής καταγωγής πρώην γιδέμπορα- και το οποίο διέθετε μέχρι και ενσωματωμένη βάση για σοκολάτες Derby, δεν θα άφηνε ασυγκίνητο τον Άντονι.
«Ε; Α, ναι, το όπλο… Καλό, με γεια» είπε άτονα ο Άντονι.
Να πάρει η ευχή… Τι είχε αυτός ο άνθρωπος; Ίσως τον ταρακουνούσε το επόμενο νέο που είχε να του ανακοινώσει.
«Αρχηγέ… προτού φύγω… Πέρασε ο Τζάρβις όταν ήσουν στη χέστρα και έφερε τον Αρπατόνε γιατί θα συνοδεύσει τη χήρα σε μια γατοπανήγυρη και δεν έχουν πού να τον αφήσουν…» Ο Τεό περίμενε να γίνει η έκρηξη.
«Α, ο Τζάρβις… ναι… Έχουμε τίποτα να ταΐσουμε το ζωάκι;»
Ορίστε; «Εεε… ναι. Έφερε και το φαγητό του ο Τζάρβις» είπε σαστισμένος ο Τεό.
«Ωραία… Βγάλ’ τον από το κλουβί και γέμισε του ένα πιατάκι κι ένα μπολάκι με νερό, είμαι κουρασμένος. Άντε, αγόρι μου, έπειτα πήγαινε στην ευχή του Θεού» μουρμούρισε ο Άντονι και στη συνέχεια έβαλε το καπέλο του στα μούτρα, πράγμα που σήμαινε ότι θα έπαιρνε έναν υπνάκο.
Ο Τεό έκανε ό,τι του είπε ο σερίφης και μετά ξεκίνησε για το σπίτι του Χάτζι.
Δυο ώρες αργότερα βγήκε από την οικία Άντριου Χάτζι, αποσβολωμένος και με την κοσμοθεωρία του για την κοινωνία να έχει δεχτεί ένα γερό πλήγμα. Ο Χάτζι ήταν άφαντος, όπως το περίμεναν άλλωστε. Η σκόνη πάχους δύο εκατοστών αποδείκνυε ότι εκεί μέσα δεν είχε πατήσει κανείς εδώ και αρκετές μέρες –ο Τεό μάλιστα έγραψε στην επιφάνεια του στερεοφωνικού με το δάχτυλό του JUDGE DREDD WAS HERE ως απόδειξη ότι είχε περάσει από κει. Δεν ήταν βέβαια η ενδεδειγμένη τακτική για μια αστυνομική έρευνα, αλλά ποιος γαμούσε τις τυπικότητες; Η πόλη ήταν δική τους και την έκαναν ό,τι ήθελαν!
«Εγώ είμαι ο Νόμος!» φώναξε ο Τεό. Αμέσως μετά θυμήθηκε όσα είχε αντικρύσει στο σπίτι του Χάτζι και προσγειώθηκε απότομα στην πραγματικότητα. Έπρεπε να τηλεφωνήσει στον αρχηγό. Πήρε με το κινητό του τον Άντονι και όταν εκείνος απάντησε, είπε χωρίς να πάρει ανάσα: «Αρχηγέ, τέρατα και σημεία! Η Μόνικα είχε δίκιο, εγώ είχα δίκιο, ο Χάτζι ήταν πράγματι αδελφή! Και όχι μόνο αδελφή, αλλά ήταν και ανώμαλος! Δε μπορείς να φανταστείς τι βρήκα στο σπίτι του! Φουσκωτές κούκλες, μαστίγια, δονητές, πορδοβουλώματα, ταινίες της Αλίκης Βουγιουκλάκη, δύο πεντάλιτρες συσκευασίες βαζελίνης –η μία δώρο– τσόντες μικιμάοι με το Γιώργο Θαλάσση και τον Σπίθα, το Αλμανάκ του Κουνιστού Αγρότη, φωτογραφίες του με μουστακαλήδες ντυμένους με πέτσινα –του Άντριου, όχι του Κουνιστού Αγρότη. Άσε που ολόκληρο το σπίτι από μέσα ήταν βαμμένο ροζ κουφετί –ή ροζ του φλαμίνγκο, δεν είμαι απολύτως σίγουρος. Βρήκα το προσωπικό του ημερολόγιο γραμμένο με στυλό με άρωμα κεράσι, ανακάλυψα και δεκάδες φωτογραφίες του Κουραμπιέ, του γάτου της ζωντοχήρας τραβηγμένες με φακό ζουμ, δεν αποκλείεται να ετοίμαζε την απαγωγή του. Επίσης στο ντουλάπι του νεροχύτη είχε καταχωνιασμένες στο πίσω μέρος μερικές πολαρόιντ του με τους τρεις φίλους του από το «Συνειδητοποιημένο Σφίχτερμαν». Ο Στράτο Μπίγκμαν είχε χώσει στον πάτο κάποιου από αυτούς έναν…»
«Έλα πίσω στο τμήμα» είπε ο Άντονι από την άλλη άκρη της γραμμής, σαν να μην είχε ακούσει τίποτα. «Τον Αρπατόνε τον έπιασε κόψιμο γιατί βρήκε και έφαγε τις μπάμιες της ζωντοχήρας που είχαμε για τον Τζον Καραλάμπι. Μου έχεσε το γραφείο. Ο Τζον μου είπε ότι έπρεπε οπωσδήποτε να κόψει τα βάτα γιατί θα του πνίξουν το χωράφι. Τον άφησα να πάει αφού πρώτα τον έβαλα να ορκιστεί στο πορτοφόλι του ότι θα επιστρέψει σε μια ώρα, αλλά εκείνος δε γύρισε. Επίσης εμφανίστηκε στο τμήμα κάποιος Εμίλιο Βιτάλε, ειδικός πράκτωρ που θα ασχοληθεί με την υπόθεση.» Και έπειτα από αυτό έκλεισε στα μούτρα του Τεό το τηλέφωνο.
Τι έκανε, λέει; Ο Άντονι είχε αφήσει ελεύθερο τον κανίβαλο! Και ποιος καργιόλης ήταν πάλι αυτός ο Εμίλιο Βιτάλε; Η υπόθεση ήταν ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ!!! Ο Τεό τράβηξε απότομα μια Derby από την ενσωματωμένη βάση του Μπλακ Ντράγκον του κι από τη φούρκα του την έχωσε στο στόμα του ολόκληρη –μαζί με το περιτύλιγμα.

Γ.Α.

(Συνεχίζεται)

12 (με τα μάτια του Εμίλιο...)


Ο ήλιος είχε ανέβει αρκετά ψηλά, όταν ο σπέσιαλ έιτζεντ Εμίλιο Βιτάλε έφτασε στα προάστεια του Λόνλι Γουίμεν Γκρόουβ. Το προηγούμενο βράδυ είχε βρέξει σαλονοτραπεζαρίες, μπουφέδες και κρεβατοκάμαρες και τώρα το χώμα άχνιζε από τη ζέστη. Μύγες αιωρούνταν στον αέρα και έμπαιναν από το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου, κάνοντας τον Εμίλιο να σιχτιρίζει καθώς σταμάτησε σε μια άκρη να πιει τον καφέ του και να κάνει ένα τσιγάρο πριν συνεχίσει για την πόλη. Είχε κοιμηθεί το βράδυ έναν ανησυχο ύπνο, όπου έβλεπε στο όνειρο του διάσπαρτα πρόσωπα και φωνές να λένε ακατάληπτες φράσεις. Καμιά γυναίκα για παρεούλα; Που πας αφοριασμένε; Πάλι θα φας; Δεν έχει γλάστρα σήμερα; Κι ένα κομμένο αυτί να αιωρείται ανάμεσα τους χωρίς να καταλαβαίνει γιατί.

Αν δεν ήταν αυτή η ιστορία με τις συνεχείς εξαφανίσεις των κατοίκων στο Λονλι Γουίμεν δεν θα είχε σηκωθεί καθόλου από το κρεβάτι του. Πρώτα η ζωντοχήρα που έγινε ξαφνικά ατμός, μετά η τσιρλίντερ του γυμνασίου Κολερία Γουϊθμποτ και τέλος ο διάσημος Ρώσος μαθηματικός που είχε ζητήσει άσυλο πριν χρόνια και η Υπηρεσία τον είχε στείλει εκεί με το κωδικό όνομα το Κεντρί. Εδιωξε με το χέρι του τις μύγες από τον λατρεμένο του καφέ, σιχτίρισε τους Αθλιους του Ουγκώ και ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο.
Δύο χιλιόμετρα μετά κόντεψε να βγει απ' το δρόμο όταν το μάτι του πήρε κάτω από κάτι βάτα ένα σώμα ξαπλωμένο αγκαλιά με μια τσάπα. Νταφάκ, σκέφτηκε, αλλά μετά είδε ότι ανέπνεε και συνέχισε για την πόλη.

Επρεπε πρώτα απ' όλα να μιλήσει με τον σερίφη Τζουγκανάτο να μάθει τα γεγονότα και τσεκάροντας την διεύθυνση στο σημειωματάριο του κατευθύνθηκε προς τα κει. Οι δρόμοι ήταν αλλόκοτα ήσυχοι, αν και μικρά βουνά από αποτσίγαρα και άδεια μπουκάλια μπύρας σε διάφορες γωνίες του δρόμου, έδειχναν πως οι κάτοικοι μάλλον το χαν ξενυχτήσει. Εστριψε και έφτασε στο αστυνομικό τμήμα. Κοίταξε από το ανοιχτό παράθυρο και είδε τον σερίφη ξαπλωμένο σε ένα τραπέζι να ροχαλίζει απαγγέλοντας στίχους του Καβάφη, απολείπειν ο θεός Αντώνιον... έλεγε και ξανάλεγε και συνέχιζε να κοιμάται. Πάνω στο τραπέζι, ένα περίεργο μικρό ζώο σαν καγκουρό έτρωγε κάτι.Ο Εμίλιο έσπρωξε την πόρτα. Με το τρίξιμο της πόρτας ο σέριφ Τζουγκανάτος πετάχτηκε πάνω, ποιος κιορατάς είναι; Φανερώσου πριν σου φυτέψω το διάολο μέσα σου και χάσεις την επόμενη αυγή. Βιτάλε, σπέσιαλ έιτζεντ Εμίλιο Βιτάλε, άκουσε μια φωνή που πλησίαζε. Τότε είδε ότι η πόρτα του κελιού ήταν ανοικτή...

Α.Β.

(Συνεχίζεται)

16

ΤΟ ΠΕΡΙΠΟΛΙΚΟ του ντέπιουτι Στάμος έτριζε και βογκούσε σαν σουμιές σε επαρχιακό γαμιστρώνα καθώς έτρεχε πολύ πάνω από το όριο ταχύτητας...