11 Ιουνίου, 2017

12 (με τα μάτια του Εμίλιο...)


Ο ήλιος είχε ανέβει αρκετά ψηλά, όταν ο σπέσιαλ έιτζεντ Εμίλιο Βιτάλε έφτασε στα προάστεια του Λόνλι Γουίμεν Γκρόουβ. Το προηγούμενο βράδυ είχε βρέξει σαλονοτραπεζαρίες, μπουφέδες και κρεβατοκάμαρες και τώρα το χώμα άχνιζε από τη ζέστη. Μύγες αιωρούνταν στον αέρα και έμπαιναν από το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου, κάνοντας τον Εμίλιο να σιχτιρίζει καθώς σταμάτησε σε μια άκρη να πιει τον καφέ του και να κάνει ένα τσιγάρο πριν συνεχίσει για την πόλη. Είχε κοιμηθεί το βράδυ έναν ανησυχο ύπνο, όπου έβλεπε στο όνειρο του διάσπαρτα πρόσωπα και φωνές να λένε ακατάληπτες φράσεις. Καμιά γυναίκα για παρεούλα; Που πας αφοριασμένε; Πάλι θα φας; Δεν έχει γλάστρα σήμερα; Κι ένα κομμένο αυτί να αιωρείται ανάμεσα τους χωρίς να καταλαβαίνει γιατί.

Αν δεν ήταν αυτή η ιστορία με τις συνεχείς εξαφανίσεις των κατοίκων στο Λονλι Γουίμεν δεν θα είχε σηκωθεί καθόλου από το κρεβάτι του. Πρώτα η ζωντοχήρα που έγινε ξαφνικά ατμός, μετά η τσιρλίντερ του γυμνασίου Κολερία Γουϊθμποτ και τέλος ο διάσημος Ρώσος μαθηματικός που είχε ζητήσει άσυλο πριν χρόνια και η Υπηρεσία τον είχε στείλει εκεί με το κωδικό όνομα το Κεντρί. Εδιωξε με το χέρι του τις μύγες από τον λατρεμένο του καφέ, σιχτίρισε τους Αθλιους του Ουγκώ και ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο.
Δύο χιλιόμετρα μετά κόντεψε να βγει απ' το δρόμο όταν το μάτι του πήρε κάτω από κάτι βάτα ένα σώμα ξαπλωμένο αγκαλιά με μια τσάπα. Νταφάκ, σκέφτηκε, αλλά μετά είδε ότι ανέπνεε και συνέχισε για την πόλη.

Επρεπε πρώτα απ' όλα να μιλήσει με τον σερίφη Τζουγκανάτο να μάθει τα γεγονότα και τσεκάροντας την διεύθυνση στο σημειωματάριο του κατευθύνθηκε προς τα κει. Οι δρόμοι ήταν αλλόκοτα ήσυχοι, αν και μικρά βουνά από αποτσίγαρα και άδεια μπουκάλια μπύρας σε διάφορες γωνίες του δρόμου, έδειχναν πως οι κάτοικοι μάλλον το χαν ξενυχτήσει. Εστριψε και έφτασε στο αστυνομικό τμήμα. Κοίταξε από το ανοιχτό παράθυρο και είδε τον σερίφη ξαπλωμένο σε ένα τραπέζι να ροχαλίζει απαγγέλοντας στίχους του Καβάφη, απολείπειν ο θεός Αντώνιον... έλεγε και ξανάλεγε και συνέχιζε να κοιμάται. Πάνω στο τραπέζι, ένα περίεργο μικρό ζώο σαν καγκουρό έτρωγε κάτι.Ο Εμίλιο έσπρωξε την πόρτα. Με το τρίξιμο της πόρτας ο σέριφ Τζουγκανάτος πετάχτηκε πάνω, ποιος κιορατάς είναι; Φανερώσου πριν σου φυτέψω το διάολο μέσα σου και χάσεις την επόμενη αυγή. Βιτάλε, σπέσιαλ έιτζεντ Εμίλιο Βιτάλε, άκουσε μια φωνή που πλησίαζε. Τότε είδε ότι η πόρτα του κελιού ήταν ανοικτή...

Α.Β.

(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

16

ΤΟ ΠΕΡΙΠΟΛΙΚΟ του ντέπιουτι Στάμος έτριζε και βογκούσε σαν σουμιές σε επαρχιακό γαμιστρώνα καθώς έτρεχε πολύ πάνω από το όριο ταχύτητας...