Ο ΑΝΤΟΝΙ ΗΤΑΝ ΣΥΝΤΕΤΡΙΜΜΕΝΟΣ. Η εξέλιξη της έρευνας τον είχε προσγειώσει, τον είχε απαλλοτριώσει όπως έλεγε και η Νταίζη Ντούκουνα. Μόνο ένας ηλίθιος -δηλαδή ο βοηθός του- θα πίστευε πως η ανάκριση των γυναικών του Γκρόουβ ως προς τη μικροφαλλία των παρτενέρ τους θα έφερνε αποτέλεσμα. Το Γκρόουβ ήταν για τις γυναίκες ό,τι η Αλάσκα για τους εγκληματίες: καταφύγιο ναυαγίων. Δύο είδη θηλυκών υπήρχαν εκεί -αγάμητες και κακογαμημένες. Οι μεν αγάμητες θα τους φλόμωναν στο ψέμα, οι δε κακογαμημένες θα τους έβγαζαν όλους μικρόφαλλους για λόγους εκδίκησης. Όχι, όχι... Έπρεπε να βρεθεί κάποιος άλλος τρόπος για την ανακάλυψη της ταυτότητας εκείνων στους οποίους ανήκαν τα απομεινάρια. Πού θα μπορούσε να βρει κανείς συγκεντρωμένους μικροτσούτσουνους άντρες; αναρωτήθηκε ο Άντονι, καθισμένος στην αγαπημένη του πολυθρόνα, απέναντι από τα πορτραίτα των ανθρώπων που είχαν σημαδέψει τη ζωή του: του Άρη Βελουχιώτη, του Καρλ Μαρξ και της Τζοάνας.
"Αχ, Τζοάνα... Γιατί δεν με... Μπα που να σε φάει ο μαύρος κόρακας, συφοριασμένο ψυλλοσάκκουλο!" έκρωξε και άρχισε να τινάζει το πόδι του για να πέσει από τη γάμπα ο Αρπατόνε, που προσπαθούσε φιλότιμα να την πηδήξει. Το κουόκα έδωσε έναν πήδο και έφυγε τσιρίζοντας εκνευρισμένο, παρασύροντας κατά την πορεία το μπουκάλι με το κρασί και το ποτήρι που είχε ακουμπισμένα στο πάτωμα ο Άντονι. "Τσι μάνας σου τσι πουτάνας ο κώλος! Θα σου τη μπουμπουνήξω, δε θα γλιτώσεις!" Σχεδόν μισή μέρα είχε στο σπίτι του το υπερφυσικό ποντίκι και εκείνο δεν του είχε αφήσει τίποτα όρθιο, συν ότι είχε χέσει το ροκοκό σετέ της μαμάς στον προθάλαμο υποδοχής. Ευτυχώς που η μαμά έλειπε για ιαματικά λουτρά στα γκέιζερ του πάρκου Γελοουστόουν.
Ο Άντονι είχε αναγκαστεί να τηλεφωνήσει στη ζωντοχήρα και να της πει ψέματα -πράγμα αισχρό για έναν τζέντλεμαν του διαμετρήματός του- πως τάχα μου ανειλημμένες υποχρεώσεις εκτός πόλεως θα τον ανάγκαζαν να λείψει κάνα δυο μέρες οπότε δεν θα μπορούσε να φροντίσει τον Αρπατόνε. Ευτυχώς εκείνη ήταν, παραδόξως, σε καλή διάθεση και του είχε απαντήσει πως θα περνούσε από το σπίτι του να τον πάρει. "Εμένα να έρθεις να πάρεις" καιγόταν να της πει, αλλά η ανατροφή του δεν του επέτρεπε τέτοιες χυδαιότητες. Η μαμά είχε μεγαλώσει έναν ευγενή κύριο, όχι έναν ποταπό μαχαλόμαγκα τελευταίας υποστάθμης. Άσε που αν ξεπερνούσε τις αναστολές του και της το έλεγε τελικά μπορεί να κατέληγε με πολλαπλά κατάγματα.
Το κουδούνι διέκοψε τις σκέψεις του. "Η μοσκιά μου!" μουρμούρισε ενθουσιασμένος και έτρεξε στην πόρτα, με το χαμόγελο της επιτυχίας στα μούτρα. Το οποίο χαμόγελο έγινε ατμός όταν άνοιξε και είδε να στέκεται απέξω ένας μόρτης γύρω στα σαράντα, ευειδής, καλοντυμένος και γενικά περιποιημένος. Φορούσε και κολόνια!
"Γεια χαρά" είπε στον Άντονι. "Κονσταντάιν Μάρκορα, για τους στενούς φίλους 'Τζάρβις'. Με έστειλε η Τζοάνα να πάρω τον Αρπατόνε."
Προτού καλά καλά προφτάσει να αποσώσει τα λόγια του ένας σίφουνας σάρωσε το δωμάτιο πίσω από τον Άντονι και με έναν πήδο έπεσε πάνω στον "Τζάρβις". Ήταν ο Αρπατόνε, με χαμογελαστό μούτρο, παρακαλώ, που αγκάλιασε τον άντρα βγάζοντας τσιρίδες χαράς.
"Τι κάνεις, φιλαράκο; Σε περιποιήθηκε ο σερίφης; Λίγο κομμένο σε βλέπω" είπε ο 'Τζάρβις' χαϊδεύοντας και κανακεύοντας τη μαρσιποφόρα συμφορά.
"Καθόλου κομμένος! Έχει φάει μισό κιλό μπανάνες και κατάχεσε το σετέ, ευτυχώς που... Ποιος είστε, κύριε; Γιατί έστειλε εσάς η Τζοάνα και δεν ήρθε να πάρει η ίδια το ζώο της;"
"Α, είμαι ο νέος μπάτλερ της."
"Πώς είπατε; Ορίστε; Από πότε; Δεν ξέρω τίποτα για κανέναν μπάτλερ."
"Εδώ και δέκα μέρες. Γνωριστήκαμε στο Γκαστρωμένο Τσουρέκι, όπου είχα πάει να κολλήσω μια αγγελία εύρεσης εργασίας. Τα είπαμε και ιδού" εξήγησε στον Άντονι ο 'Τζάρβις' "είμαι πια ο μπάτλερ της."
"Και πού μένετε;" ρώτησε ο Άντονι, έχοντας μια φριχτή υποψία.
"Όπου μένουν οι μπάτλερ φυσικά" απάντησε γελώντας ο τύπος. "Στο σπίτι της εργοδότριάς μου."
Κλαυθμός και οδυρμός! Αστροπελέκια, ακρίδες και ποτάμια πίσας. Ένας Θεός ξέρει πώς κατάφερε ο Άντονι να παραμείνει όρθιος. "Με συγχωρείτε, αλλά θα την πάρω τηλέφωνο. Δεν μπορώ να παραδώσω το αθώο ζωάκι της στα χέρια ενός αγνώστου."
"Και δεν την παίρνεις; Δεν βιάζομαι" είπε ο αντιπαθητικός υπηρέτης.
Η σύντομη τηλεφωνική συνδιάλεξη του Άντονι με την Τζοάνα έληξε με πόνο και θλίψη. Ναι ο 'Τζάρβις' ήταν ο νέος μπάτλερ της, ναι έπρεπε να του παραδώσει το ποντίκι πάραυτα, όχι δεν θα το σκεφτόταν να τον απολύσει επειδή ουσιαστικά ήταν ένας άγνωστος, εκείνη ήξερε ΚΑΛΥΤΕΡΑ από τον Άντονι.
Ο Άντονι αναγκάστηκε να επιτρέψει στον μπάτλερ να φύγει με τον Αρπατόνε -ο οποίος τον είχε κλασμένο και δεν του ΄ριξε δεύτερη ματιά από τη στιγμή που τον πήρε αγκαλιά ο 'Τζάρβις'. Προτού αποχωρήσουν, ο μισητός άντρας σήκωσε μια σακούλα που είχε αφήσει δίπλα του όση ώρα χαϊδολογούσε το τρωκτικό και την έδωσε στον Άντονι.
"Παραλίγο να το ξεχάσω. Η Τζοάνα είπε να δοκιμάσεις αυτό και να της πεις τη γνώμη σου. Είναι μπάμιες κατσαρόλας, γεμιστές με ξινόχοντρο, μπακαλιάρο και σταφίδα" είπε και έφυγε.
Ο Άντονι συγκρατήθηκε με το ζόρι να μην του καρφώσει με το υπηρεσιακό περίστροφο -που κουβαλούσε πάντα στην τσέπη της ρομπ ντε σαμπρ του- μια σφαίρα ανάμεσα στις ωμοπλάτες καθώς πήγαινε στο αυτοκίνητο της Τζοάνας με τον Αρπατόνε καλικούτσα.
Γ.Α.
(Συνεχίζεται)
Γ.Α.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου