06 Μαΐου, 2017

10



Όταν έγλειψε και το τελευταίο τάπερ, ο Τεό έριξε ένα ρέψιμο που θα ζήλευαν οι συμμετέχοντες στο Οκτόμπερφεστ και σηκώθηκε να φύγει.
"Πού πας;" τον ρώτησε ο Καραλάμπι από το κελί του.
"Λογαριασμό θα σου δώσω, ρε; Εσύ ετοίμασε την απολογία σου και άσε με εμένα."
"Δεν απολογούμαιαιαι, τα έκανα όλα στάχτη, δεν το αρνούμαιαιαι, με νιώθουν μόνο όσοι αγαπούνεεε, δεν απολογούμαιαιαι..." τραγούδησε ο κανίβαλος.
"Αντίσταση κατά της αρχής, ε; Καλααά... Θα δούμε ποιος θα γελάσει τελευταίος" είπε ο Τεό και βγήκε από το τμήμα. Θα πήγαινε κατευθείαν στο σπίτι του Άντονι να τον ενημερώσει. Δεν μπορούσε να του πει από το τηλέφωνο όσα είχαν συμβεί, οι τοίχοι είχαν αφτιά. Μπήκε στο περιπολικό, όμως τον περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Έπειτα από μερικά βηξίματα της μηχανής και κάνα δυο δυνατές πορδές της εξάτμισης, το όχημα έμεινε πιο ακίνητο και από πεθαμένο σαράντα ημερών. Να πάρει ο διάολος! Τι είχε συμβεί πάλι; Ο Τεό δεν κάθησε να το σκεφτεί. Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι. Βγήκε από το περιπολικό και έτρεξε στους στάβλους του τμήματος.
"Σίλβερ! Ώρα να θυμηθείς τα παλιά και να δοξαστείς ξανά, αγόρι μου" φώναξε, αναζητώντας με το βλέμμα του το άσπρο άτι του στο μισοσκόταδο του στάβλου.
"Τον έστειλα στο βουλκανιζατέρ για νέα πέταλα" είπε μια φωνή πίσω του. Ο Τεό γύρισε και είδε να στέκεται εκεί ο Τόντο, ο πιστός γερο-Ινδιάνος που εργαζόταν ως ιπποκόμος στους αστυνομικούς στάβλους.
"Όχι, ρε πούστη μου! Βρήκες την ώρα. Χάλασε το περιπολικό και πρέπει να πάω επειγόντως στον αρχηγό."
"Ε και γι' αυτό σκας; Πάρε το δικό μου άλογο. Μπορεί να μην είναι ο Σίλβερ,αλλά έχει τέσσερα πόδια" απάντησε ο Ινδιάνος.
Ο Τεό δεν χώνευε τον Αφιονισμένο Κούτσαβλο, το άλογο του Τόντο. Είχε διαρκώς την εντύπωση ότι το ζώο τους κοιτούσε όλους με σάπιο ύφος, άσε που γινόταν δύστροπο όταν το ΄πιανε το γλυκί του. Όμως δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. "Καλώς. Ετοίμασέ τον γρήγορα, να του δίνω" είπε στον Ινδιάνο.
Ο Τόντο σέλωσε μάνι μάνι το άλογό του. "Σου ΄χω κρεμάσει και μια αρμαθιά τσαπέλες για το δρόμο" είπε στον Τεό, παραδίδοντάς του τα γκέμια.
"Well done!" φώναξε ο Τεό και με ένα σάλτο ανέβηκε στη σέλα. Σπιρούνιασε το άλογο με τις αστυνομικές μπότες του και άρχισε να καλπάζει με τα πλοκάμια του ν' ανεμίζουν. Τι αίσθηση! Ήταν γεννημένος Λόουν Ρέιντζερ. Ήξερε από τις μέρες που δούλευε στο παράνομο αποστακτήριο πως ήταν φτιαγμένος για σπουδαία πράγματα. Και τώρα, αυτή η υπόθεση με τον αιμοσταγή ανθρωποφάγο ήταν η ευκαιρία να δείξει τις ικανότητές του και να σκαρφαλώσει στην κορυφή της μπατσικής αλυσίδας. Κρίμα βέβαια για τους ανθρώπους που είχε ροκανίσει ο Καραλάμπι, αλλά δεν φτιάχνεις ομελέτα χωρίς να σπάσεις αβγά.
"Ομελέτα..." μουρμούρισε και ένιωσε τα σάλια του να τρέχουν. Σε λίγο θα περνούσε από την καντίνα του Ίαν Κανάλι. Γιατί να μη σταματούσε να φάει ένα βρόμικο με ομελέτα και τα συναφή; Ναι... Αυτό θα έκανε.
Σε δέκα λεπτά βρισκόταν μπροστά στο "Σουρωμένο Τυλιχτό". Ή, όπως έγραφε η αυτοσχέδια επιγραφή του καταστήματος, στην 'ΚΑΝΤΊΑΝ Σουρομαίνο Τιλιχτό". Κάποτε που είχε επισημάνει στον Ίαν πως είχε κάνει αναγραμματισμό στη λέξη "καντίνα", εκείνος του είχε πει θιγμένος πως δεν ήταν αναγραμματισμός αλλά λογοπαίγνιο... "Καντ-Ίαν, το 'πχιασες;" Ο Τεό δεν το είχε πιάσει, αλλά είχε πάψει από καιρό να προσπαθεί να συνεννοηθεί με τον Κανάλι. Του αρκούσε ότι ο τύπος έφτιαχνε τα πιο καθαρά βρόμικα της πόλης.
"Καλώς το Λόουν Ρέιντζερ" είπε ο Κανάλι όταν ο Τεό στάθηκε μπροστά στην "καντίαν". "Το συνηθισμένο;"
"Χαιρετώ, μάστορα. Ναι, το συνηθισμένο" απάντησε ο ντέπιουτι, κοιτάζοντας τον Ίαν. Αυτός ο άνθρωπος όσο περνούσε ο καιρός έμοιαζε όλο και περισσότερο με το Σμίγκολ. Ίσως έφταιγε το γεγονός ότι δεν του καθόταν ούτε θηλυκή γάτα εξαιτίας του στρυφνού χαρακτήρα του.
"Ακόμα κυνηγάς τη ζωντοχήρα;" ρώτησε αδιάφορα ο Τεό.
"Μη μου τη θυμίζεις!" είπε ο Ίαν και έκοψε με δύναμη στα δύο με ένα μπαλτά το λουκάνικο για το βρόμικο του Τεό. "Δε μου μιλάει από τότε που πέρασε από δω και της έδωσα ένα τυλιχτό με καλαμάκι από ουρά γάτας μέσα. Πού θα πάει όμως... κόνξες κάνει. Θα πέσει."
"Μην κρατήσεις την αναπνοή σου μέχρι τότε" μουρμούρισε ο Τεό. "Πάω να ρίξω ένα κατούρημα και επιστρέφω" συμπλήρωσε.
Γυρίζοντας από το πότισμα των κάκτων είδε να κάθεται πάνω στο ψυγείο των παγωτών έξω από την καντίνα η Μόνικα Μπρούνι. Φορούσε ράσο καλόγριας -δηλαδή σχεδόν ράσο,αφού η φούστα ίσα που εμπόδιζε τα αποκαλυπτήρια- και κρατούσε ένα δονητή στο ένα χέρι και μια Βίβλο στο άλλο.
"Γεια σου, χρυσό μου!" του είπε με τη βραχνή αισθησιακή φωνή της. "Τον τίναξες και συ;"
"Τι γυρεύεις εσύ εδώ;" ρώτησε ο Τεό. "Και τι είναι αυτά που φοράς;"
"Να, μωρέ, γυρίζουμε μια τσόντα και χρειαζόμασταν ένα απομονωμένο μέρος στην εξοχή. Ο Ίαν υποσχέθηκε να κεράσει τα βρόμικα και τα αναψυκτικά για το συνεργείο με αντάλλαγμα να του δώσουμε ένα ρολάκι, να ρίξει κάνα μπούτσο αλλιώς σε λίγες μέρες θα κάνει το τρίχρονο μνημόσυνο της φίφας του."
"Καργιόλα!" ακούστηκε η φωνή του Ίαν από την καντίνα.
"Σκάσε και ψήνε" του φώναξε η Μόνικα. "Ακόμα περιμένω να με πας για τα ψάρια που μου έταξες."
Πάνω που ο Τεό ήταν έτοιμος να ζητήσει και κείνος ένα ρόλο, ακούστηκαν ηδονικά οργασμικά βογκητά και φιλήδονες τσιρίδες. Ο ντέπιουτι γύρισε προς την κατεύθυνση του ήχου και αντίκρισε ένα εξωπραγματικό θέαμα. Ο σερίφης του Λόνλι Γουίμενς Γκρόουβ ήταν πεσμένος στα τέσσερα στο έδαφος, φορώντας ένα καπέλο και... τίποτε άλλο. Πίσω του ήταν κολλημένος ο Αρπατόνε και κουνιόταν με λύσσα βγάζοντας τις τσιρίδες που είχε ακούσει ο Τεό. Τα οργασμικά βογκητά προέρχονταν από τον Άντονι!
"Αρχηγέ! Τι... τι κάνεις εκεί;" ρώτησε εμβρόντητος.
"Είναι.... αααχχχ... ακριβώς.... ναιιιιι.... αυτό που νομίζεις... μη σταματάς...αααααχ!"
"Δεν είναι δυνατόν! Θα μου στρίψει!" ψέλλισε ο Τεό. "Φοράει και καπέλο..."
"Σε λίγο να δεις τι θα φορέσει" είπε η Μόνικα, κραδαίνοντας με νόημα το δονητή.
"ΘΕΕ ΜΟΥ! Σήκω πάνω, αρχηγέ! Σου έστριψε! Το ΄χασες! Σταμάτα αμέσως! Σήκω πάνω λέω!"
"Όχι θα κάτσω να σκάσω" είπε ο Άντονι. "Αν νομίζει η ζωντοχήρα ότι θα την περιμένω είναι γελασμένη. Τον Τζάρβις εκείνη; Τον Αρπατόνε εγώ... Συνέχισε, μωρό μου.... αααχ, ναι!"
"Άρπα τονε, μωρή άρρωστη!" φώναξε ο Αρπατόνε.
"Το κουόκα μιλάει!" ούρλιαξε ο Τεό στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.
"Εδώ μιλάει ο Ντόναλντ, καημένε, δεν θα μιλάει ο Αρπατόνε;" είπε η Μόνικα.
"Εγώ πότε μπαίνω, παιδιά;" ακούστηκε μια φωνή από ψηλά.
Ο Τεό σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό και κόντεψε να μείνει στον τόπο. Το κεφάλι του Χάτζι, με το κωλάντερό του προσαρτημένο σαν γκροτέσκο σπερματοζωάριο, αιωρείτο πάνω από την καντίνα και τους κοίταζε με το γνώριμο σπινθηροβόλο βλέμμα αγελάδας του Χάτζι.
"Άγιοι μου Θεόδωροι, Τήρωνα και Στρατηλάτη, βοηθήστε με! Ο Χάτζι... Έχει... έχει και φτερά..."
"Ήπια ένα ρεντμπούλ νωρίτερα να στανιάρω, γιατί θα παίξω στο άναλ" εξήγησε η ασώματος κεφαλή.
Ο Τεό δεν κάθησε ν' ακούσει περισσότερα. Άρπαξε το βρόμικο που είχε ετοιμάσει ο Ίαν, σάλταρε στη σέλα του αλόγου και το σπιρούνιασε φρενιασμένος. Το ζώο δεν κουνήθηκε. "Εμπρόοοοος, ψωφάλογο! Πάμε να φύγουμε! Άνοιξαν οι πύλες της κόλασης!" ούρλιαξε ο βοηθός σερίφη κοπανώντας σαν τρελός τις φτέρνες του στα πλευρά του αλόγου.
"Άντε γαμήσου, ρε μαλάκα"είπε ο Αφιονισμένος Κούτσαβλος. "Δεν πάω πουθενά. Θα παίξω και γω στην τσόντα, έχω συνεννοηθεί με τα παιδιά. Ποιος νομίζεις ότι χάλασε το περιπολικό;"
"Καλά σου λέει" είπε το κεφάλι του Χάτζι. "Μας τα ζάλισες. Τώρα θα σου δείξω εγώ" πρόσθεσε και, σηκώνοντας ψηλά το κωλάντερό του, έσκασε μ' αυτό μια μπούφλα στα μούτρα του Τεό.
Η δύναμη του χτυπήματος τίναξε από τη σέλα τον Τεό, που έπεσε στο έδαφος.
"ΟΧΙΙΙΙ.... ΜΗΗΗ... ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΣΩ!" φώναξε.
Δεύτερη μπούφλα στα μούτρα. "Σήκω πάνω, βρε συμφορά του αστυνομικού τμήματος. Σήκω, που κακό χρόνο να ΄χεις. Σήκω γιατί θα σου ρίξω κι άλλες"ακούστηκε ο Άντονι. Ο Τεό ένιωσε δυο χέρια να τον αρπάζουν και να τον καθίζουν κάπου.
Άνοιξε με κόπο τα μάτια του και είδε μπροστά του το σερίφη. Με καπέλο και τη στολή του. Πότε είχε προλάβει να ντυθεί; Κοίταξε γύρω του. Βρισκόταν στο αστυνομικό τμήμα, καθισμένος στην καρέκλα του Άντονι. Πίσω από το σερίφη, ο Καραλάμπι κυλιόταν από τα γέλια στο κελί του.
"Τι... τι έγινε; Πού πήγε το κωλάντερο του Χάτζι; Πώς βρέθηκα εδώ; Πού είναι η Μόνικα; Που είναι ο Αφιονισμένος Κούτσαβλος; Τι συμβαίνει;"
"Τι είναι αυτά που τσαμπουνάς, βρε παραλυμένε; Ποιος Αφιονισμένος Κούτσαβλος; Ποια Μόνικα; Ήρθαν οι κυρίες του Συλλόγου να φέρουν κεράσματα και σε βρήκαν ξερό στο πάτωμα από το φαΐ. Με ειδοποίησαν και ήρθα άρον άρον. Αν μάθει εξαιτίας σου η ζωντοχήρα πως είμαι στην πόλη και της είπα ψέματα, βρες τρύπα να κρυφτείς, κιορατά. Άσε που τώρα θα βουίξει η πόλη από τις κουτσομπόλες πως έχουμε συλλάβει τον Καραλάμπι. Με πήδηξες βασιλικά."
"Όχι εγώ, αρχηγέ... Ο Αρπατόνε..." είπε ο Τεό.
Η σφαλιάρα αλά Μπαντ Σπένσερ που του ΄ριξε ο Άντονι τον έριξε ξερό για δεύτερη φορά.

Γ.Α.

(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

16

ΤΟ ΠΕΡΙΠΟΛΙΚΟ του ντέπιουτι Στάμος έτριζε και βογκούσε σαν σουμιές σε επαρχιακό γαμιστρώνα καθώς έτρεχε πολύ πάνω από το όριο ταχύτητας...