20 Δεκεμβρίου, 2017

16


ΤΟ ΠΕΡΙΠΟΛΙΚΟ του ντέπιουτι Στάμος έτριζε και βογκούσε σαν σουμιές σε επαρχιακό γαμιστρώνα καθώς έτρεχε πολύ πάνω από το όριο ταχύτητας στον εξοχικό δρόμο του Λόνλι Γουίμενς Γκρόουβ. Ο Τεό είχε σανιδώσει το γκάζι, έξαλλος με τον Άντονι που είχε αφήσει τον κανίβαλο να τους φύγει μέσα από τα χέρια, εξοργισμένος μ' εκείνον τον πράκτορα -ή ό,τι σκατά ήταν- τον Εμίλιο Βιτάλε που είχε πέσει ουρανοκατέβατος, λυσσασμένος με το γεγονός ότι δεν του είχε μείνει ούτε μια Ντέρμπι στο όπλο του τώρα που τη χρειαζόταν. Κοιτούσε κατευθείαν μπροστά, αδιαφορώντας για το ειδυλλιακό τοπίο γύρω του.
Γουάτ δι φαλκ! σκέφτηκε. Το Λόνλι Γουίμενς ήταν ένα ήσυχο μέρος, μια καθωσπρέπει κωμόπολη, όπου μέχρι πρότινος όλα κυλούσαν ήσυχα και γαλήνια –βαρετά θα έλεγε κανείς. Πώς στο διάβολο είχε μετατραπεί από τη μια στιγμή στην άλλη σε Αγκόλα; Ξεριζωμένα κωλάντερα, μισοφαγωμένα ανθρώπινα κόκαλα, κανίβαλοι που μιλούσαν λατινικά, αδερφές του ελέους με συλλογές από Μπάρμπι και πορνοδιαστροφικά περιοδικά. Και ο σερίφης Τζουγκανάτο χαμένος στο διάστημα, ένας Θεός ξέρει σε ποια ονειροφαντασία παγιδευμένος.
Ε, λοιπόν, στη μπούτσα μου! επαναστάτησε ο ντέπιουτι. Δε θα βγάλω εγώ όλα τα φίδια από την τρύπα. Δε θα ρέψω από την πείνα και την αδυναμία για χάρη του Γκρόουβ. Έχω και τις αλλοδαπές τουρίστριες να σκεφτώ. Τι θα απογίνουν Σουηδέζες, Αγγλίδες, Βραζιλιάνες, αν με χάσουν; Αυτή η σκέψη έκανε τα σάλια του να τρέξουν. Έπρεπε να φάει κάτι επειγόντως να στανιάρει, να είναι ντούρος ανά πάσα στιγμή. Ας έλυνε το μυστήριο ο μεγάλος και τρανός έιτζεντ Βιτάλε. Να περνούσε από το "Γκαστρωμένο Τσουρέκι" του Μάικ για πέντ’ έξι σπανακόπιτες ή από την "Καντίαν" του Ίαν Κανάλι για κάνα βρώμικο; Μμμ… μεγάλο δίλημμα, ρε πούστη. Ίσως έπρεπε…
Ξαφνικά το μάτι του πήρε δυο παπούτσια με πόδια να ξεπροβάλουν ανάμεσα από τους πυκνούς θάμνους και τα χορτάρια στην άκρη του δρόμου. Πάτησε απότομα το φρένο κι ακούστηκε ένα στρίγκλισμα σαν από παρθένα που της μπαίνει αφρικανική μαλαπέρδα στη σούφρα για πρώτη φορά.
Ο Τεό χάιδεψε ασυναίσθητα το Μπλακ Ντράγκον Tερμινέιτορ XXL-666 στη ζώνη του. Βγήκε επιφυλακτικά από το περιπολικό και άρχισε να πλησιάζει το πτώμα. Μα τον Μανιτού! Ο πεθαμένοι είχαν αρχίσει να πληθαίνουν σαν τις μύγες τον Αύγουστο… ή μήπως τον Αύγουστο οι μύγες δεν πλήθαιναν, αλλά απλώς πάχαιναν; Άει σιχτίρ… τέλος πάντων, πλήθαιναν σαν τις μύγες στο σκατό. Τι στο διάβολο γινόταν σ’ αυτή την πόλη;
Φτάνοντας σε απόσταση δυο μέτρων από το κουφάρι, πάνιασε. Ανάμεσα στα αγριοχόρταρα, πεσμένος μισός μέσα και μισός έξω από τους θάμνους βρισκόταν ο αιμοδιψής κανίβαλος Τζον Καραλάμπι. Ο Τεό τέντωσε το πόδι του και σκούντησε το πτώμα. Την ίδια στιγμή ένα απρόσμενο, εκκωφαντικό νκγχρρρρρρρρρόοοοαρ τον έκανε να πηδήξει έντρομος στον αέρα και να εκτελέσει μια φούρλα σαν αυτές που έκανε όταν χόρευε το «Να’σαν τα νιάτα δυο φορές» στο πανηγύρι του Άη Μάμα κάθε Σεπτέμβρη από τότε που ΄κλεισε τα σαράντα. Όταν ξαναβρήκε το χρώμα του διαπίστωσε πως ο βρυχηθμός προερχόταν από το πτώμα που ροχάλιζε.
«Μμμ… ναι… μωράκι μου. Φίλα μου τη νγκαράφλα, Ραλούκα μου… Sânii tăi sunt ca pepenii verzi în luna iulie…» μουρμούρισε ο Καραλάμπι στον ύπνο του.
Πάλι μιλούσε ξένες γλώσσες. Όμως αυτή τη φορά δεν ήταν λατινικά, αλλά ρουμανικά. «Τα βυζιά σου είναι σαν καρπούζια του Ιούλη.» Ο Τεό είχε κουτσομάθει τη γλώσσα από τα πάρτι με τις Ρουμάνες. Σημάδεψε με το υπερόπλο του τον κανίβαλο και του έριξε μια γερή κλωτσιά στα πλευρά. «Ψηλά τα χέρια! Σήκω πάνω, ρε αρχίδι, μη σου την μπουμπουνίσω και σου γεμίσω την ψωμιέρα με κουμπότρυπες!»
Ο Καραλάμπι τινάχτηκε όρθιος σαν να πήρε φωτιά ο κώλος του και γούρλωσε τα μάτια του όταν αντίκρισε τον Τεό. «Άγιε μου Δαμασκηνέ ιερομάρτυρα, προστάτη των λογιστών, σώσε με! Τι καραμπουσμπούκης είναι τούτος!» φώναξε και έκανε να το βάλει στα πόδια.
«Ακίνητοοοος! Αστυνομία! Ακίιιιιινητοοοοος, λέω, γιατί θα σε εξαϋλώσω!» ούρλιαξε ο Τεό. «Εγώ είμαι, ρε μαλάκα, ο ντέπιουτι Στάμος» πρόσθεσε και έβγαλε το φουλ-φέις βιονικό κράνος αντάρτικου πόλεων με το πτυσσόμενο ηλεκτρονικό κυάλι Τζι-Μπι-Αρ 3245, το στόχαστρο μηδενικής απόκλισης, τη νυχτερινή όραση, τον ανιχνευτή κίνησης και το ενσωματωμένο mp3 player με πλέιλιστ των αθάνατων επιτυχιών του Πρόδρομου Τσαουσάκη. «Είναι το καινούριο υπερσύγχρονο κράνος μου αυτό… Δε μου λες, η Ραλούκα ποια είναι;»
«Ντέπιουτι…» είπε σαστισμένος ο Καραλάμπι «Τι γυρεύεις εσύ στο μπουρδέλο; Και τι είναι αυτό που κρατάς;»
«Ποιο μπουρδέλο, ρε, τι λες; Κοίτα γύρω σου να δεις πού βρίσκεσαι! Α, αυτό που κρατάω είναι το καινούριο υπερσύγχρονο όπλο μου. Δεν είναι τέλειο; Έχει και θήκη για γκοφρέτες Ντέρμπι. Να δες… Όχι, μη δεις! Κάτω τα ξερά σου! Είσαι δραπέτης, συλλαμβάνεσαι άμεσα!»
«Τι δραπέτης μου τσαμπουνάς; Ο σερίφης με έβαλε να ορκιστώ στο πορτοφόλι μου ότι θα επιστρέψω και μου έδωσε την άδεια να πάω να κόψω τα βάτα. Ε, πήγα, αλλά ξεπατώθηκα και επιστρέφοντας πήρα έναν υπνάκο στο γρασίδι. Και να τα αποτελέσματα τώρα… Με ρήμαξε η υγρασία και με πονάνε τα πλευρά μου λες και έχω φάει κλωτσιά.»
«Δε σε ρήμαξε η υγρασία, εγώ σε ρήμαξα και, ναι, έφαγες κλωτσιά. Θα σου διαβάσω τα δικαιώματά σου και θα σε πάω πίσω στην ψειρού, δεν τα τρώω αυτά που λες. Λοιπόν, ό,τι πεις μπορείς να χρησιμοποιηθεί εναντίον σου σε…»
«Τεό! Με ξέρεις τόσα χρόνια! Είναι δυνατόν να πιστεύεις ότι είμαι ένας απάνθρωπος κανίβαλος που ροκανίζει ανθρώπους; Εγώ κλάνω καμιά φορά στον ύπνο μου και πετάγομαι έντρομος από τον κρότο. Τόσο χέστης είμαι.»
«Εδώ που τα λέμε, δεν θα πίστευα ποτέ ότι είσαι κανίβαλος. Αλλά τι τα θες, σε έπιασα στα πράσα με ένα σακί γεμάτο ανθρώπινα κόκαλα.»
«Πορτοκάλια πήγαινα να κλέψω ο μαύρος, όπως πάντα, Τεό! Βρήκα τα κόκαλα μέσα σε κάτι θάμνους και τα πήρα για τις γατούλες μου» ψέλλισε ο Καραλάμπι.
«Θέλω να σε πιστέψω γιατί ήσουν φίλος και επιπλέον έχεις πρότερο έντιμο βίο αλλά, βρε συφοριασμένε, ποιος μπορεί να χάψει ότι βρήκες ανθρώπινα κόκαλα και τα πήρες για να ταΐσεις τις γάτες;» ρώτησε απαυδισμένος ο Τεό.
«Μα γιατί να πάνε χαμένα; Σε χωράφι τα βρήκα, δεν άνοιξα τάφο. Κάποιος τα είχε πετάξει και στους ιδιοκτήτες τους ήταν πλέον άχρηστα. Με την κρίση που επικρατεί είναι να πετάμε τροφή, έστω και αν είναι για γάτες; Εξάλλου οι γάτες μπορεί να γίνουν οι ίδιες τροφή αν τα πράγματα δυσκολέψουν πολύ. Δεν πάμε καλά, Τεό, σου το λέω, θα πεινάσουμε.»
«Γνωρίζοντας τι καρβουνοσάκουλο είσαι, θεωρώ ότι αυτός είναι ένας απολύτως λογικός συλλογισμός για σένα. Και τώρα που είπες ότι θα πεινάσουμε… εγώ πεινάω ήδη. Θα έρθεις μαζί μου να συζητήσουμε με το σερίφη, αλλά πρώτα να ρίξουμε κάτι στο στομάχι μας, βρε αδελφέ. Έλεγα να πάω στο "Γκαστρωμένο Τσουρέκι" του Μάικ ή στην "Καντίαν" του Ίαν. Τι λες;»
«Ποιος θα πληρώσει;» ρώτησε ελαφρά ιδρωμένος ο Τζον Καραλάμπι.
«Αμάν! Εγώ, ρε εξηνταβελόνη, μην πας από έμφραγμα!» απάντησε ζοχαδιασμένος ο Τεό.
«Ε, αν πληρώνεις εσύ, πάμε στο φαλαφελάδικο του Βανζέλι Τζόι. Έχει φαλάφελ, μπαμπαγκανούς και χούμους που είναι η χαρά του ουρανίσκου.»
«Μίνι-μάρκετ δεν είχε αυτός;»
«Το’κλεισε από τότε που εμφανίστηκε το υπερπερίπτερο του Χασάν Βουστασί Λεμπές και άνοιξε το φαλαφελάδικο "Ο Πουτανιάρης Ρεβιθοκεφτές". Τα σπάει σου λέω.»
«Ε, τότε φύγαμε. Α, και κάτι άλλο… Η Ραλούκα ποια είναι;»
«Αααχ, η Ραλούκα» είπε με ονειροπόλα έκφραση ο Τζον. «Η Ραλούκα είναι το καινούριο ρουμανάκι στις "Πληθωρικές Βυζάρες".»
«Άντε, ρε! Έφερε νέο εμπόρευμα η μαντάμ Ντανάε;»
«Εμ τι σου λέω!»
«Καλή, καλή;» ρώτησε συνωμοτικά ο Τεό.
«Αν είναι καλή λέει… Τρίκαλη! Να φανταστείς μου έπιασε με το αριστερό τον…»
«Ως εδώ! Να λείπουν οι λεπτομέρειες. Όμως θα ελέγξω το θέμα για λόγους ασφαλείας του κοινού. Μπες στο περιπολικό να την κάνουμε. Μπροστά μου να περπατάς, να σε βλέπω.»
Έτσι, μπρος ο Τζον, πίσω ο Τεό, μπήκαν στο όχημα και έφυγαν βολίδα για τον "Πουτανιάρη Ρεβυθοκεφτέ".

Γ.Α.
(Συνεχίζεται)

15 (με τα μάτια του Τζάρβις)


Ο ΚΑΙΡΟΣ στο Λόνλι Γουίμενς Γκρόουβ κυλούσε όπως πάντα ήσυχα και ανιαρά, σε ρυθμούς καθημερινότητας, με τον κόσμο να φεύγει σιγά σιγά για διακοπές.
Αυτό φυσικά δεν ίσχυε για το σερίφη Τζουγκανάτο και τον ντεπιούτι Στάμος, που βρίσκονταν πάντα σε εγρήγορση και διαρκή αναζήτηση στοιχείων για τη λύση του μυστηρίου γύρω από την άγρια και στυγερή δολοφονία του Χάτζι, φοβούμενοι ότι ο δολοφόνος μπορεί να χτυπούσε ξανά.
"Αρχηγέ, θα πάμε διακοπές καθόλου;" αναφώνησε ο ντεπιούτι με φανερό τον αναστεναγμό του και την ανάγκη του για ξεκούραση. Ήθελε να πάει για κυνήγι καρδερίνας και όλο αυτό του χαλούσε τα σχέδια.
"Κιορατά, εδώ υπάρχει μια πρωτοφανής δολοφονία κι εσύ μου ζητάς διακοπές; Κάπου τσι έξω γυρίζει ελεύθερος ο δολοφόνος κι εμείς έχουμε ιερό καθήκον να τον πιάσουμε. Μπορεί να πάει και τσι μοναδική μου αγάπη ,τσι Κυρία"πρόσθεσε αναστενάζοντας κι αυτός.
-Πώς το είπες το τελευταίο αρχηγέ;;;
"Τίποτα, να αρπάξουμε τσι ευκαιρία που να σε πάρει ο διάολος λέω" απάντησε ο σερίφης με εκνευρισμό και αμηχανία παράλληλα.
Ο κρυφός του πόθος για την Κυρία, ξεπερνούσε κάθε λογική. Ζήλευε αφάνταστα και τον μπάτλερ που ήταν συνεχώς στα πόδια της, σε βαθμό που ευχόταν να τον κολλήσει τριχοφάγο ο Αρπατόνε.
"Καλά, αρχηγέ, πάω να πάρω τρία κιλά μπουγάτσα και δυο λίτρα γάλα κι επιστρέφω" απάντησε ο ντεπιούτι.
Τα μαγαζιά έκλειναν το ένα μετά το άλλο. Το "Γκαστρωμένο Τσουρέκι" είχε κατεβάσει ρολά κι αυτό για διακοπές. Ακόμα και το Σουρωμένο Τυλιχτό του Καντίαν είχε κλείσει. Αυτός έβρισκε παρηγοριά σε ένα άλλο φαγάδικο στο διπλανό χωριό, με κρέας το οποίο δεν μπορούσες να προσδιορίσεις στο ζωικό βασίλειο -παρά μόνο με λήψη γενετικού υλικού-, πίτα καρβουνιασμένη σαν 45άρι δίσκο με τις επιτυχίες του Τέρι Χρυσού, πατάτες που θύμιζαν οξειδωμένες καρφοβελόνες σε οικοδομή αυθαίρετη δίπλα στη θάλασσα και κρασί μπαλσάμικο.
Τον Κανάλι ποσώς τον απασχολούσε αυτό φυσικά, αφού ποιοτικά ήταν στα ίδια στάνταρ με το δικό του φαγητό.
Περισσότερο τον ενδιέφερε η γκαρσόνα η Μιρέλα, που είχε έρθει από το ανατολικό μπλοκ και του γυάλιζε του γεροξούρα.
Κάπως έτσι και ο Τζάρβις πίστευε πως ήταν ώρα η Κυρία να πάει για διακοπές.
Είχε ανάγκη να ανανεώσει τον αέρα της και να γεμίσει τις μπαταρίες της ώστε να επιστρέψει δυνατή και να ολοκληρώσει τη συγγραφή του νέου της βιβλίου "Πώς να ξεπαστρέψεις μια κατσαρίδα με δυο κινήσεις" με θέμα καθημερινά παράσιτα που εισβάλλουν στη ζωή μας.
Δεν ήταν μόνο αυτό φυσικά.
Ο Τζάρβις, που έφερνε την αλληλογραφία στη Κυρία είχε παρατηρήσει έναν φάκελο περίεργο και αρκετά ύποπτο, διότι δεν είχε τα στοιχεία του αποστολέα επάνω, δεν έφερε γραμματόσημα και ήταν κολλημένος με ταινία καφέ, αυτή που συσκευάζουν χαρτοκιβώτια.
Δεν γνώριζε ο αποστολέας ότι έχει κόλλα επάνω ο φάκελος; Το έκανε για έξτρα ασφάλεια; Ποιος ήξερε άραγε;
Η ανατροφή του δεν του επέτρεπε να τον ανοίξει μα ο φόβος και η ανάγκη για προστασία στην Κυρία τον ώθησε να το κάνει.
Και ναι, είχε δίκιο.
Ήταν ένα γράμμα τυπωμένο σε παλιά γραφομηχανή και έλεγε "Κσερης οτη σε γουσταρο και το πεζης κιρια".
Ο Τζάρβις το πήρε σαν ένα κακόγουστο αστείο. Όμως ήρθε κι άλλο σύντομα σε ίδιο ακριβώς φάκελο και με το ίδιο αμπαλάρισμα.
Το άνοιξε και διάβασε "Μπα, κανης πος δεν βλεπης και τα μηνιματα τόρα;"
Αυτό έγινε ξανά και ξανά.
Ο Τζάρβις δεν ανάφερε τίποτα στην Κυρία που δεν θέλησε να αναστατώσει, μήτε στον Σερίφη που δεν εμπιστευόταν, από τότε που τον είδε να κρατάει αγκαλιά τον Αρπατόνε και να τον φιλάει λέγοντας "Αχ πως μοσχοβολάς έτσι, λατρεία μου, μοναδική μου αγάπη,τέχνη φλόγα, ζωή, το μαγο πουλι δε γαμεί".
Τότε είχε δικαιολογηθεί ο Άντονι λέγοντας πως έκανε πρόβα από μια παράσταση που θα ανέβαζε στη πλατεία του χωριού για τα 100 χρόνια παρασκευής τζιτζιμπύρας.
"Τζάρβις, φέρε μου το Χένεσι" φώναξε η Κυρία.
Ίσως να ήταν η σωστή στιγμή να της κάνει την πρόταση για διακοπές.
"Μάλιστα, Κυρία... Κυρία, τι θα λέγατε αν πηγαίναμε για λίγο καιρό διακοπές;"
"Κουράστηκες, καλέ μου Τζάρβις, να με υπηρετείς;"
"Ποτέ, Κυρία, για τη δική σας σωματική και ψυχική ηρεμία ανησυχώ. Η συγγραφή του βιβλίου σας έχει απορροφήσει αρκετά. Τι θα λέγατε να πάμε στο κτήμα σας στο βουνό;"
"Τζάρβις, είσαι τόσα χρόνια δίπλα μου, ξέρεις πόσο λατρεύω την θάλασσα, στα βουνά θα πάμε καλοκαιριάτικα;"
Ο Τζάρβις ήξερε αλλά δεν ήθελε να πάει σε μέρη που θα ήταν ευάλωτη σε άτομα σαν τον σφεντόνα με τα ανώνυμα γράμματα.
"Κυρία, ξέρω την αγάπη που τρέφετε για το υδάτινο στοιχείο,αλλά ίσως το βουνό να σας ηρεμήσει ακόμη περισσότερο για την ολοκλήρωση του θεσπέσιου νέου βιβλίου σας."
"Ίσως να έχεις δίκιο, πιστέ μου υπηρέτη, φόρτωσε το Lada Niva να πάμε στο βουνό, να ασχοληθούμε και με τα περιβόλια λίγο!"
"Το Lada, Κυρία; Μήπως το Range Rover θα ήταν καλύτερη επιλογή;"
"Όχι, Τζάρβις, το Niva!! Να ζήσουμε μια όμορφη περιπέτεια όπως τότε που πήγαμε για πρώτη φορά!! Ετοίμασε τα πράγματα, μόνο τα χρειώδη σε μια βαλίτσα και τον Αρπατόνε! Το πρωί με την αυγή φεύγουμε!"
Η χαρά του Τζάρβις ήταν απερίγραπτη αλλά φρόντισε να μην την αποτυπώσει στο πρόσωπό του.
"Αμέσως, Κυρία" απάντησε με σταθερή χροιά και σαν έστρεψε από την άλλη το βλέμμα του, ξεπρόβαλε ένα χαμόγελο χαράς και ικανοποίησης.
Το πρωί η πρώτη ηλιαχτίδα τους βρήκε καθοδόν για το κτήμα.
Ένιωθαν και οι δύο απέραντη χαρά και ελευθερία να τους κυριεύει.
Όπως τότε που η Κυρία νέα ήταν με το πτυχίο από το κολλέγιο ανά χείρας κι έτοιμη να κατακτήσει το σύμπαν!!
Παράλληλα στο τμήμα ο Σερίφης είχε ανεβάσει θερμοκρασία και αγκομαχούσε σαν παλιό ντεσεβό που κάνει ανάβαση στη Ριτσώνα.
"Θα πάω τσι Κυρία" ψέλλισε.
"Πώς το είπες αυτό αρχηγέ;" ρώτησε ο Στάμος.
"Τίποτα δεν είπα, τράβα να πάρεις μπουγάτσα με σκουμπρί να φας κι εγώ θα πάω τσι κυρία."
"Στην κυρία; Τι θες εκεί, αρχηγέ; Βρήκες κάποιο στοιχείο;" απόρησε ο ντεπιούτι…
"Όχι, γι'αυτό θα πάω, θέλω να τσι ρωτήσω κάτι... κι αυτόν τον χτικιάρη τον μπάτλερ... κάποια πράγματα."
"Αρχηγέ, δεν τον συμπαθείς και πολύ αυτόν τον μπάτλερ νομίζω. Θεωρείς κάτι ύποπτο σε αυτόν και την Κυρία;"
Σαν άκουσε αυτό ο Άντονι πετάχτηκε από την καρέκλα λες και κόλλησε τσούχτρα στο καυλί του.
"Τσι εννοείς, ντεπιούτι; ρώτησε και συμπλήρωσε… Λες να τσι βατεύει;"
"Τι λες, αρχηγέ, τι μας νοιάζει τι κάνουν στο κρεβάτι τους!" αποκρίθηκε με έκπληξη και γέλια ο Στάμος. "Για τον φόνο λέω!"
"Άσε με να το σκεφτώ θέλω ηρεμία, πάω να φάω λίγο κάτι σύκα που έχω και μια στάλα φέτα και θα μιλήσουμε μετά."
Ο Άντονι έφυγε από το τμήμα και πήγε στο ανθοπωλείο να πάρει λέλουδα και να πάει στη Κυρία.
Ήταν όμως όλα κλειστά.
"Που να τσου πάρει ο διάολος, τα κλείσανε τσι φύγανε όλοι τους" μονολόγησε εκνευρισμένος.
Τότε σκέφτηκε να πάει στο νεκροταφείο... εκεί σίγουρα θα έβρισκε.
Πράγματι, το κατάστημα"Ο Μαραμένος Κατηφές" του Ντίμι Χάλα, απέναντι από το κοιμητήριο του  Γκρόουβ, ήταν ανοιχτός.
Μπήκε ο Τζουγκανάτο μέσα κι αντίκρισε έναν κύριο γύρω στα 50, με φλοράλ πουκάμισο, σκισμένο τζιν και μπότες Λι Βαν Κλιφ, να καπνίζει πίπα με γεύση καυκαλήθρα και να παίζει γιουκαλίλι τραγουδώντας το "Η ζωή εδώ τελειώνει".
"Καλημέρα, τι θα θέλατε;" ρώτησε ο Ντίμι τον σερίφη.
"Λουλούδια για μια Κυρία" απάντησε ο Άντονι.
"Για μνημόσυνο σε στεφάνι;"
"Που να σε πάρει ο διάολος, κιορατά, τσι πέθανες την αγάπη μου, τσι μοναδική μου λατρεία" απάντησε εξοργισμένος ο Σερίφης. "Ζωντανή είναι, για επίσκεψη τσι θέλω."
"Μάλιστα, συγγνώμη κιόλας" απάντησε τρομαγμένος ο Ντίμι. "Τι θα λέγατε για τριαντάφυλλα;" συμπλήρωσε.
"Κρίνα μήπως είναι καλύτερο;" είπε ο Σερίφης.
"Μου είπατε πως είναι ζωντανή" απάντησε σκασμένος από τα γέλια ο Ντίμι. "Τα κρίνα είναι για τις ψόφιες."
"Σωστά... Άσε που μπορεί να γκαστρωθεί με τα κρίνα... Αυτό μου 'λειπε... Βάλε ό,τι νομίζεις, έρωτα, και φρόντισε να μη μου πιάσεις το γκώλο τσι τιμή, είπε ο Σερίφης" με άγρια και επιβλητική φωνή αντάξια ενός Όρσον Ουέλς στον Πολίτη Κέιν.
"Μάλιστα, αμέσως" απάντησε ο Ντίμι με την ξινίλα σμιλεμένη στο πρόσωπό του.
"Και πού 'σαι, γκόμενε, βάλε και πολλα φρουφρού τσι κορδέλες απάνου."
Ο Σερίφης, δίχως να χάσει παραπάνω χρόνο, πήρε το μπουκέτο και όδευσε για το σπίτι της Κυρίας.
Οδηγώντας, συλλογιζόταν τι δικαιολογία θα έλεγε για την επίσκεψη.
Ήταν τόσο απορροφημένος από τις σκέψεις του ώστε δίχως να το καταλάβει, βρέθηκε έξω από το σπίτι της.
Πάρκαρε και σκεφτόταν ακόμη τι δικαιολογία θα έλεγε, ενώ παράλληλα παρατήρησε τα ερμητικά κλειστά παράθυρα.
"Περίεργο" αναφώνησε…
Κατέβηκε, κορδώθηκε, σάλιωσε τα πλούσια φρύδια του, μύρισε τις μασχάλες του και πλησίασε την πόρτα.
Χτύπησε το κουδούνι, όμως καμία απάντηση…

Κ.Μ.

(Συνεχίζεται)

18 Δεκεμβρίου, 2017

14 (με τα μάτια του Εμίλιο)




ΚΟΝΤΕΥΕ ΜΕΣΗΜΕΡΙ και ο Εμίλιο κατευθύνθηκε στο Αλέγκρο Τσουκάλι συλλογισμένος. Ηταν νωρίς ακόμα και δεν είχε κόσμο, οπότε κάθισε σε όποιο τραπέζι βρήκε μπροστά του και παράγγειλε άλλο έναν καφέ. Έφερε ξανά στο νου του τη συζήτηση που είχε με τον σέριφ Τζουγκανάτο, η οποία είχε περιπλέξει ακόμα περισσότερο τα πράγματα.

"Τι εννοείς ανθρώπινα μέλη κι ένα κωλάντερο;!! του ποιού;" τσίριξε ο ειδικός πράκτορας Βιτάλε καθώς ο σέριφ του εξηγούσε τις τελευταίες εξελίξεις στο Λόνλι Γουίμενς Γκρόουβ. "Και άφησες τον μοναδικό ύποπτο να φύγει για να καθαρίσει ΚΑΤΙ βάτα; Τι γίνεται εδώ πέρα;"

Με ένα ανόρεχτο, σχεδόν χαμένο ύφος ο Αντονι Τζουγκανάτο του επανέλαβε την ιστορία.

"Τα άκουσα και την πρώτη φορά που τα πες" συνέχισε ο Βιτάλε ανακτώντας την ψυχραιμία του. "Κι αυτοί που εξαφανίστηκαν τις προάλλες; Τι είναι? Γιατί εξαφανίστηκαν; Τι ξέρεις γι'αυτούς;"

"Α, μην ανησυχείς γι' αυτό" απάντησε ο σέριφ διώχνοντας με το χέρι του τον Αρπατόνε από το γραφείο και προσπαθώντας να μαζέψει κάπως τα μαλλιά του, που πέταγαν στον αέρα και χάλαγε το χτένισμα. " Είναι όλοι εδώ, δεν έχουν το ίδιο όνομα βέβαια, αλλά εδώ είναι, τους μέτρησα και δε λείπει κανείς". Μετά κοίταξε έξω από το παράθυρο με γλαρωμένο ύφος ένα μαύρο πουλί που καθόταν στο απέναντι δέντρο και έχασε επαφή με το περιβάλλον, ενώ ο Εμίλιο περπατούσε φουρκισμένος μπροστά του λέγοντας διάφορα ακατανόητα για το ότι απασχολούν την Υπηρεσία χωρίς λόγο, και ότι αυτή η υπόθεση με τα κωλάντερα έπρεπε να διερευνηθεί άμεσα, ότι δεν μπορεί να βρει εναν άνθρωπο να συννενοηθεί εκεί πέρα, τι κάνουν όλη μέρα επιτέλους και σιχτίρια πάλι πεινάει!

"Μου θυμίζεις τον πώς τον λέμε, τον ντέπιουτι Στάμος, τον βοηθό μου" είπε ο Τζουγκανάτο και πρόσθεσε "A ναι, νομίζω με αυτόν πρέπει να μιλήσεις καλύτερα που ασχολείται με την υπόθεση" και συνέχισε να κοιτάει αλλόκοτα το πουλί στο δέντρο.

 "Πού, γαμώ τις μπαταρίες μου μπορεί να φάει κανείς εδώ πέρα;" ρώτησε ο Εμίλιο που είχε αρχίσει να αποδέχεται την αδυναμία επικοινωνίας του σέριφ.

"Στο Αλέγκρο Τσουκάλι θα πας, αλλά να κάτσεις με την πλάτη στον τοίχο, η ιδιοκτήτρια Αννι Γουίλκς έχει περίεργες διαθέσεις καμιά φορά και για καλό σου στο λέω".

Η πόλη έμοιαζε να ξυπνάει σιγά σιγά, παράθυρα άνοιγαν, πόρτες μισάνοιγαν και κεφάλια τον παρακολουθούσαν από μέσα, μέχρι που μπήκε στο Αλέγκρο Τσουκάλι και τον έχασαν από τα μάτια τους. Ο Εμίλιο κοίταξε τον καφέ του, πολλές μπουρμπουλήθρες και παγάκια και κανένα συμπέρασμα, μόνο περισσότερα ερωτήματα, ένας άφαντος ντέπιουτι, ένας σέριφ συνδεδεμένος με τους δορυφόρους του Δία και μια πόλη φάντασμα. Μέχρι να σκεφτεί το τελευταίο, άκουσε φωνές και μουσική στο δρόμο, τύμπανα... τύμπανα; και πετάχτηκε έξω να δει τι συμβαίνει. Μα την αγία Πατάτα της Λουκέρνης! Τι ήταν αυτό που έβλεπαν τα μάτια του;

 Α.Β.

(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

16

ΤΟ ΠΕΡΙΠΟΛΙΚΟ του ντέπιουτι Στάμος έτριζε και βογκούσε σαν σουμιές σε επαρχιακό γαμιστρώνα καθώς έτρεχε πολύ πάνω από το όριο ταχύτητας...