20 Δεκεμβρίου, 2017

16


ΤΟ ΠΕΡΙΠΟΛΙΚΟ του ντέπιουτι Στάμος έτριζε και βογκούσε σαν σουμιές σε επαρχιακό γαμιστρώνα καθώς έτρεχε πολύ πάνω από το όριο ταχύτητας στον εξοχικό δρόμο του Λόνλι Γουίμενς Γκρόουβ. Ο Τεό είχε σανιδώσει το γκάζι, έξαλλος με τον Άντονι που είχε αφήσει τον κανίβαλο να τους φύγει μέσα από τα χέρια, εξοργισμένος μ' εκείνον τον πράκτορα -ή ό,τι σκατά ήταν- τον Εμίλιο Βιτάλε που είχε πέσει ουρανοκατέβατος, λυσσασμένος με το γεγονός ότι δεν του είχε μείνει ούτε μια Ντέρμπι στο όπλο του τώρα που τη χρειαζόταν. Κοιτούσε κατευθείαν μπροστά, αδιαφορώντας για το ειδυλλιακό τοπίο γύρω του.
Γουάτ δι φαλκ! σκέφτηκε. Το Λόνλι Γουίμενς ήταν ένα ήσυχο μέρος, μια καθωσπρέπει κωμόπολη, όπου μέχρι πρότινος όλα κυλούσαν ήσυχα και γαλήνια –βαρετά θα έλεγε κανείς. Πώς στο διάβολο είχε μετατραπεί από τη μια στιγμή στην άλλη σε Αγκόλα; Ξεριζωμένα κωλάντερα, μισοφαγωμένα ανθρώπινα κόκαλα, κανίβαλοι που μιλούσαν λατινικά, αδερφές του ελέους με συλλογές από Μπάρμπι και πορνοδιαστροφικά περιοδικά. Και ο σερίφης Τζουγκανάτο χαμένος στο διάστημα, ένας Θεός ξέρει σε ποια ονειροφαντασία παγιδευμένος.
Ε, λοιπόν, στη μπούτσα μου! επαναστάτησε ο ντέπιουτι. Δε θα βγάλω εγώ όλα τα φίδια από την τρύπα. Δε θα ρέψω από την πείνα και την αδυναμία για χάρη του Γκρόουβ. Έχω και τις αλλοδαπές τουρίστριες να σκεφτώ. Τι θα απογίνουν Σουηδέζες, Αγγλίδες, Βραζιλιάνες, αν με χάσουν; Αυτή η σκέψη έκανε τα σάλια του να τρέξουν. Έπρεπε να φάει κάτι επειγόντως να στανιάρει, να είναι ντούρος ανά πάσα στιγμή. Ας έλυνε το μυστήριο ο μεγάλος και τρανός έιτζεντ Βιτάλε. Να περνούσε από το "Γκαστρωμένο Τσουρέκι" του Μάικ για πέντ’ έξι σπανακόπιτες ή από την "Καντίαν" του Ίαν Κανάλι για κάνα βρώμικο; Μμμ… μεγάλο δίλημμα, ρε πούστη. Ίσως έπρεπε…
Ξαφνικά το μάτι του πήρε δυο παπούτσια με πόδια να ξεπροβάλουν ανάμεσα από τους πυκνούς θάμνους και τα χορτάρια στην άκρη του δρόμου. Πάτησε απότομα το φρένο κι ακούστηκε ένα στρίγκλισμα σαν από παρθένα που της μπαίνει αφρικανική μαλαπέρδα στη σούφρα για πρώτη φορά.
Ο Τεό χάιδεψε ασυναίσθητα το Μπλακ Ντράγκον Tερμινέιτορ XXL-666 στη ζώνη του. Βγήκε επιφυλακτικά από το περιπολικό και άρχισε να πλησιάζει το πτώμα. Μα τον Μανιτού! Ο πεθαμένοι είχαν αρχίσει να πληθαίνουν σαν τις μύγες τον Αύγουστο… ή μήπως τον Αύγουστο οι μύγες δεν πλήθαιναν, αλλά απλώς πάχαιναν; Άει σιχτίρ… τέλος πάντων, πλήθαιναν σαν τις μύγες στο σκατό. Τι στο διάβολο γινόταν σ’ αυτή την πόλη;
Φτάνοντας σε απόσταση δυο μέτρων από το κουφάρι, πάνιασε. Ανάμεσα στα αγριοχόρταρα, πεσμένος μισός μέσα και μισός έξω από τους θάμνους βρισκόταν ο αιμοδιψής κανίβαλος Τζον Καραλάμπι. Ο Τεό τέντωσε το πόδι του και σκούντησε το πτώμα. Την ίδια στιγμή ένα απρόσμενο, εκκωφαντικό νκγχρρρρρρρρρόοοοαρ τον έκανε να πηδήξει έντρομος στον αέρα και να εκτελέσει μια φούρλα σαν αυτές που έκανε όταν χόρευε το «Να’σαν τα νιάτα δυο φορές» στο πανηγύρι του Άη Μάμα κάθε Σεπτέμβρη από τότε που ΄κλεισε τα σαράντα. Όταν ξαναβρήκε το χρώμα του διαπίστωσε πως ο βρυχηθμός προερχόταν από το πτώμα που ροχάλιζε.
«Μμμ… ναι… μωράκι μου. Φίλα μου τη νγκαράφλα, Ραλούκα μου… Sânii tăi sunt ca pepenii verzi în luna iulie…» μουρμούρισε ο Καραλάμπι στον ύπνο του.
Πάλι μιλούσε ξένες γλώσσες. Όμως αυτή τη φορά δεν ήταν λατινικά, αλλά ρουμανικά. «Τα βυζιά σου είναι σαν καρπούζια του Ιούλη.» Ο Τεό είχε κουτσομάθει τη γλώσσα από τα πάρτι με τις Ρουμάνες. Σημάδεψε με το υπερόπλο του τον κανίβαλο και του έριξε μια γερή κλωτσιά στα πλευρά. «Ψηλά τα χέρια! Σήκω πάνω, ρε αρχίδι, μη σου την μπουμπουνίσω και σου γεμίσω την ψωμιέρα με κουμπότρυπες!»
Ο Καραλάμπι τινάχτηκε όρθιος σαν να πήρε φωτιά ο κώλος του και γούρλωσε τα μάτια του όταν αντίκρισε τον Τεό. «Άγιε μου Δαμασκηνέ ιερομάρτυρα, προστάτη των λογιστών, σώσε με! Τι καραμπουσμπούκης είναι τούτος!» φώναξε και έκανε να το βάλει στα πόδια.
«Ακίνητοοοος! Αστυνομία! Ακίιιιιινητοοοοος, λέω, γιατί θα σε εξαϋλώσω!» ούρλιαξε ο Τεό. «Εγώ είμαι, ρε μαλάκα, ο ντέπιουτι Στάμος» πρόσθεσε και έβγαλε το φουλ-φέις βιονικό κράνος αντάρτικου πόλεων με το πτυσσόμενο ηλεκτρονικό κυάλι Τζι-Μπι-Αρ 3245, το στόχαστρο μηδενικής απόκλισης, τη νυχτερινή όραση, τον ανιχνευτή κίνησης και το ενσωματωμένο mp3 player με πλέιλιστ των αθάνατων επιτυχιών του Πρόδρομου Τσαουσάκη. «Είναι το καινούριο υπερσύγχρονο κράνος μου αυτό… Δε μου λες, η Ραλούκα ποια είναι;»
«Ντέπιουτι…» είπε σαστισμένος ο Καραλάμπι «Τι γυρεύεις εσύ στο μπουρδέλο; Και τι είναι αυτό που κρατάς;»
«Ποιο μπουρδέλο, ρε, τι λες; Κοίτα γύρω σου να δεις πού βρίσκεσαι! Α, αυτό που κρατάω είναι το καινούριο υπερσύγχρονο όπλο μου. Δεν είναι τέλειο; Έχει και θήκη για γκοφρέτες Ντέρμπι. Να δες… Όχι, μη δεις! Κάτω τα ξερά σου! Είσαι δραπέτης, συλλαμβάνεσαι άμεσα!»
«Τι δραπέτης μου τσαμπουνάς; Ο σερίφης με έβαλε να ορκιστώ στο πορτοφόλι μου ότι θα επιστρέψω και μου έδωσε την άδεια να πάω να κόψω τα βάτα. Ε, πήγα, αλλά ξεπατώθηκα και επιστρέφοντας πήρα έναν υπνάκο στο γρασίδι. Και να τα αποτελέσματα τώρα… Με ρήμαξε η υγρασία και με πονάνε τα πλευρά μου λες και έχω φάει κλωτσιά.»
«Δε σε ρήμαξε η υγρασία, εγώ σε ρήμαξα και, ναι, έφαγες κλωτσιά. Θα σου διαβάσω τα δικαιώματά σου και θα σε πάω πίσω στην ψειρού, δεν τα τρώω αυτά που λες. Λοιπόν, ό,τι πεις μπορείς να χρησιμοποιηθεί εναντίον σου σε…»
«Τεό! Με ξέρεις τόσα χρόνια! Είναι δυνατόν να πιστεύεις ότι είμαι ένας απάνθρωπος κανίβαλος που ροκανίζει ανθρώπους; Εγώ κλάνω καμιά φορά στον ύπνο μου και πετάγομαι έντρομος από τον κρότο. Τόσο χέστης είμαι.»
«Εδώ που τα λέμε, δεν θα πίστευα ποτέ ότι είσαι κανίβαλος. Αλλά τι τα θες, σε έπιασα στα πράσα με ένα σακί γεμάτο ανθρώπινα κόκαλα.»
«Πορτοκάλια πήγαινα να κλέψω ο μαύρος, όπως πάντα, Τεό! Βρήκα τα κόκαλα μέσα σε κάτι θάμνους και τα πήρα για τις γατούλες μου» ψέλλισε ο Καραλάμπι.
«Θέλω να σε πιστέψω γιατί ήσουν φίλος και επιπλέον έχεις πρότερο έντιμο βίο αλλά, βρε συφοριασμένε, ποιος μπορεί να χάψει ότι βρήκες ανθρώπινα κόκαλα και τα πήρες για να ταΐσεις τις γάτες;» ρώτησε απαυδισμένος ο Τεό.
«Μα γιατί να πάνε χαμένα; Σε χωράφι τα βρήκα, δεν άνοιξα τάφο. Κάποιος τα είχε πετάξει και στους ιδιοκτήτες τους ήταν πλέον άχρηστα. Με την κρίση που επικρατεί είναι να πετάμε τροφή, έστω και αν είναι για γάτες; Εξάλλου οι γάτες μπορεί να γίνουν οι ίδιες τροφή αν τα πράγματα δυσκολέψουν πολύ. Δεν πάμε καλά, Τεό, σου το λέω, θα πεινάσουμε.»
«Γνωρίζοντας τι καρβουνοσάκουλο είσαι, θεωρώ ότι αυτός είναι ένας απολύτως λογικός συλλογισμός για σένα. Και τώρα που είπες ότι θα πεινάσουμε… εγώ πεινάω ήδη. Θα έρθεις μαζί μου να συζητήσουμε με το σερίφη, αλλά πρώτα να ρίξουμε κάτι στο στομάχι μας, βρε αδελφέ. Έλεγα να πάω στο "Γκαστρωμένο Τσουρέκι" του Μάικ ή στην "Καντίαν" του Ίαν. Τι λες;»
«Ποιος θα πληρώσει;» ρώτησε ελαφρά ιδρωμένος ο Τζον Καραλάμπι.
«Αμάν! Εγώ, ρε εξηνταβελόνη, μην πας από έμφραγμα!» απάντησε ζοχαδιασμένος ο Τεό.
«Ε, αν πληρώνεις εσύ, πάμε στο φαλαφελάδικο του Βανζέλι Τζόι. Έχει φαλάφελ, μπαμπαγκανούς και χούμους που είναι η χαρά του ουρανίσκου.»
«Μίνι-μάρκετ δεν είχε αυτός;»
«Το’κλεισε από τότε που εμφανίστηκε το υπερπερίπτερο του Χασάν Βουστασί Λεμπές και άνοιξε το φαλαφελάδικο "Ο Πουτανιάρης Ρεβιθοκεφτές". Τα σπάει σου λέω.»
«Ε, τότε φύγαμε. Α, και κάτι άλλο… Η Ραλούκα ποια είναι;»
«Αααχ, η Ραλούκα» είπε με ονειροπόλα έκφραση ο Τζον. «Η Ραλούκα είναι το καινούριο ρουμανάκι στις "Πληθωρικές Βυζάρες".»
«Άντε, ρε! Έφερε νέο εμπόρευμα η μαντάμ Ντανάε;»
«Εμ τι σου λέω!»
«Καλή, καλή;» ρώτησε συνωμοτικά ο Τεό.
«Αν είναι καλή λέει… Τρίκαλη! Να φανταστείς μου έπιασε με το αριστερό τον…»
«Ως εδώ! Να λείπουν οι λεπτομέρειες. Όμως θα ελέγξω το θέμα για λόγους ασφαλείας του κοινού. Μπες στο περιπολικό να την κάνουμε. Μπροστά μου να περπατάς, να σε βλέπω.»
Έτσι, μπρος ο Τζον, πίσω ο Τεό, μπήκαν στο όχημα και έφυγαν βολίδα για τον "Πουτανιάρη Ρεβυθοκεφτέ".

Γ.Α.
(Συνεχίζεται)

15 (με τα μάτια του Τζάρβις)


Ο ΚΑΙΡΟΣ στο Λόνλι Γουίμενς Γκρόουβ κυλούσε όπως πάντα ήσυχα και ανιαρά, σε ρυθμούς καθημερινότητας, με τον κόσμο να φεύγει σιγά σιγά για διακοπές.
Αυτό φυσικά δεν ίσχυε για το σερίφη Τζουγκανάτο και τον ντεπιούτι Στάμος, που βρίσκονταν πάντα σε εγρήγορση και διαρκή αναζήτηση στοιχείων για τη λύση του μυστηρίου γύρω από την άγρια και στυγερή δολοφονία του Χάτζι, φοβούμενοι ότι ο δολοφόνος μπορεί να χτυπούσε ξανά.
"Αρχηγέ, θα πάμε διακοπές καθόλου;" αναφώνησε ο ντεπιούτι με φανερό τον αναστεναγμό του και την ανάγκη του για ξεκούραση. Ήθελε να πάει για κυνήγι καρδερίνας και όλο αυτό του χαλούσε τα σχέδια.
"Κιορατά, εδώ υπάρχει μια πρωτοφανής δολοφονία κι εσύ μου ζητάς διακοπές; Κάπου τσι έξω γυρίζει ελεύθερος ο δολοφόνος κι εμείς έχουμε ιερό καθήκον να τον πιάσουμε. Μπορεί να πάει και τσι μοναδική μου αγάπη ,τσι Κυρία"πρόσθεσε αναστενάζοντας κι αυτός.
-Πώς το είπες το τελευταίο αρχηγέ;;;
"Τίποτα, να αρπάξουμε τσι ευκαιρία που να σε πάρει ο διάολος λέω" απάντησε ο σερίφης με εκνευρισμό και αμηχανία παράλληλα.
Ο κρυφός του πόθος για την Κυρία, ξεπερνούσε κάθε λογική. Ζήλευε αφάνταστα και τον μπάτλερ που ήταν συνεχώς στα πόδια της, σε βαθμό που ευχόταν να τον κολλήσει τριχοφάγο ο Αρπατόνε.
"Καλά, αρχηγέ, πάω να πάρω τρία κιλά μπουγάτσα και δυο λίτρα γάλα κι επιστρέφω" απάντησε ο ντεπιούτι.
Τα μαγαζιά έκλειναν το ένα μετά το άλλο. Το "Γκαστρωμένο Τσουρέκι" είχε κατεβάσει ρολά κι αυτό για διακοπές. Ακόμα και το Σουρωμένο Τυλιχτό του Καντίαν είχε κλείσει. Αυτός έβρισκε παρηγοριά σε ένα άλλο φαγάδικο στο διπλανό χωριό, με κρέας το οποίο δεν μπορούσες να προσδιορίσεις στο ζωικό βασίλειο -παρά μόνο με λήψη γενετικού υλικού-, πίτα καρβουνιασμένη σαν 45άρι δίσκο με τις επιτυχίες του Τέρι Χρυσού, πατάτες που θύμιζαν οξειδωμένες καρφοβελόνες σε οικοδομή αυθαίρετη δίπλα στη θάλασσα και κρασί μπαλσάμικο.
Τον Κανάλι ποσώς τον απασχολούσε αυτό φυσικά, αφού ποιοτικά ήταν στα ίδια στάνταρ με το δικό του φαγητό.
Περισσότερο τον ενδιέφερε η γκαρσόνα η Μιρέλα, που είχε έρθει από το ανατολικό μπλοκ και του γυάλιζε του γεροξούρα.
Κάπως έτσι και ο Τζάρβις πίστευε πως ήταν ώρα η Κυρία να πάει για διακοπές.
Είχε ανάγκη να ανανεώσει τον αέρα της και να γεμίσει τις μπαταρίες της ώστε να επιστρέψει δυνατή και να ολοκληρώσει τη συγγραφή του νέου της βιβλίου "Πώς να ξεπαστρέψεις μια κατσαρίδα με δυο κινήσεις" με θέμα καθημερινά παράσιτα που εισβάλλουν στη ζωή μας.
Δεν ήταν μόνο αυτό φυσικά.
Ο Τζάρβις, που έφερνε την αλληλογραφία στη Κυρία είχε παρατηρήσει έναν φάκελο περίεργο και αρκετά ύποπτο, διότι δεν είχε τα στοιχεία του αποστολέα επάνω, δεν έφερε γραμματόσημα και ήταν κολλημένος με ταινία καφέ, αυτή που συσκευάζουν χαρτοκιβώτια.
Δεν γνώριζε ο αποστολέας ότι έχει κόλλα επάνω ο φάκελος; Το έκανε για έξτρα ασφάλεια; Ποιος ήξερε άραγε;
Η ανατροφή του δεν του επέτρεπε να τον ανοίξει μα ο φόβος και η ανάγκη για προστασία στην Κυρία τον ώθησε να το κάνει.
Και ναι, είχε δίκιο.
Ήταν ένα γράμμα τυπωμένο σε παλιά γραφομηχανή και έλεγε "Κσερης οτη σε γουσταρο και το πεζης κιρια".
Ο Τζάρβις το πήρε σαν ένα κακόγουστο αστείο. Όμως ήρθε κι άλλο σύντομα σε ίδιο ακριβώς φάκελο και με το ίδιο αμπαλάρισμα.
Το άνοιξε και διάβασε "Μπα, κανης πος δεν βλεπης και τα μηνιματα τόρα;"
Αυτό έγινε ξανά και ξανά.
Ο Τζάρβις δεν ανάφερε τίποτα στην Κυρία που δεν θέλησε να αναστατώσει, μήτε στον Σερίφη που δεν εμπιστευόταν, από τότε που τον είδε να κρατάει αγκαλιά τον Αρπατόνε και να τον φιλάει λέγοντας "Αχ πως μοσχοβολάς έτσι, λατρεία μου, μοναδική μου αγάπη,τέχνη φλόγα, ζωή, το μαγο πουλι δε γαμεί".
Τότε είχε δικαιολογηθεί ο Άντονι λέγοντας πως έκανε πρόβα από μια παράσταση που θα ανέβαζε στη πλατεία του χωριού για τα 100 χρόνια παρασκευής τζιτζιμπύρας.
"Τζάρβις, φέρε μου το Χένεσι" φώναξε η Κυρία.
Ίσως να ήταν η σωστή στιγμή να της κάνει την πρόταση για διακοπές.
"Μάλιστα, Κυρία... Κυρία, τι θα λέγατε αν πηγαίναμε για λίγο καιρό διακοπές;"
"Κουράστηκες, καλέ μου Τζάρβις, να με υπηρετείς;"
"Ποτέ, Κυρία, για τη δική σας σωματική και ψυχική ηρεμία ανησυχώ. Η συγγραφή του βιβλίου σας έχει απορροφήσει αρκετά. Τι θα λέγατε να πάμε στο κτήμα σας στο βουνό;"
"Τζάρβις, είσαι τόσα χρόνια δίπλα μου, ξέρεις πόσο λατρεύω την θάλασσα, στα βουνά θα πάμε καλοκαιριάτικα;"
Ο Τζάρβις ήξερε αλλά δεν ήθελε να πάει σε μέρη που θα ήταν ευάλωτη σε άτομα σαν τον σφεντόνα με τα ανώνυμα γράμματα.
"Κυρία, ξέρω την αγάπη που τρέφετε για το υδάτινο στοιχείο,αλλά ίσως το βουνό να σας ηρεμήσει ακόμη περισσότερο για την ολοκλήρωση του θεσπέσιου νέου βιβλίου σας."
"Ίσως να έχεις δίκιο, πιστέ μου υπηρέτη, φόρτωσε το Lada Niva να πάμε στο βουνό, να ασχοληθούμε και με τα περιβόλια λίγο!"
"Το Lada, Κυρία; Μήπως το Range Rover θα ήταν καλύτερη επιλογή;"
"Όχι, Τζάρβις, το Niva!! Να ζήσουμε μια όμορφη περιπέτεια όπως τότε που πήγαμε για πρώτη φορά!! Ετοίμασε τα πράγματα, μόνο τα χρειώδη σε μια βαλίτσα και τον Αρπατόνε! Το πρωί με την αυγή φεύγουμε!"
Η χαρά του Τζάρβις ήταν απερίγραπτη αλλά φρόντισε να μην την αποτυπώσει στο πρόσωπό του.
"Αμέσως, Κυρία" απάντησε με σταθερή χροιά και σαν έστρεψε από την άλλη το βλέμμα του, ξεπρόβαλε ένα χαμόγελο χαράς και ικανοποίησης.
Το πρωί η πρώτη ηλιαχτίδα τους βρήκε καθοδόν για το κτήμα.
Ένιωθαν και οι δύο απέραντη χαρά και ελευθερία να τους κυριεύει.
Όπως τότε που η Κυρία νέα ήταν με το πτυχίο από το κολλέγιο ανά χείρας κι έτοιμη να κατακτήσει το σύμπαν!!
Παράλληλα στο τμήμα ο Σερίφης είχε ανεβάσει θερμοκρασία και αγκομαχούσε σαν παλιό ντεσεβό που κάνει ανάβαση στη Ριτσώνα.
"Θα πάω τσι Κυρία" ψέλλισε.
"Πώς το είπες αυτό αρχηγέ;" ρώτησε ο Στάμος.
"Τίποτα δεν είπα, τράβα να πάρεις μπουγάτσα με σκουμπρί να φας κι εγώ θα πάω τσι κυρία."
"Στην κυρία; Τι θες εκεί, αρχηγέ; Βρήκες κάποιο στοιχείο;" απόρησε ο ντεπιούτι…
"Όχι, γι'αυτό θα πάω, θέλω να τσι ρωτήσω κάτι... κι αυτόν τον χτικιάρη τον μπάτλερ... κάποια πράγματα."
"Αρχηγέ, δεν τον συμπαθείς και πολύ αυτόν τον μπάτλερ νομίζω. Θεωρείς κάτι ύποπτο σε αυτόν και την Κυρία;"
Σαν άκουσε αυτό ο Άντονι πετάχτηκε από την καρέκλα λες και κόλλησε τσούχτρα στο καυλί του.
"Τσι εννοείς, ντεπιούτι; ρώτησε και συμπλήρωσε… Λες να τσι βατεύει;"
"Τι λες, αρχηγέ, τι μας νοιάζει τι κάνουν στο κρεβάτι τους!" αποκρίθηκε με έκπληξη και γέλια ο Στάμος. "Για τον φόνο λέω!"
"Άσε με να το σκεφτώ θέλω ηρεμία, πάω να φάω λίγο κάτι σύκα που έχω και μια στάλα φέτα και θα μιλήσουμε μετά."
Ο Άντονι έφυγε από το τμήμα και πήγε στο ανθοπωλείο να πάρει λέλουδα και να πάει στη Κυρία.
Ήταν όμως όλα κλειστά.
"Που να τσου πάρει ο διάολος, τα κλείσανε τσι φύγανε όλοι τους" μονολόγησε εκνευρισμένος.
Τότε σκέφτηκε να πάει στο νεκροταφείο... εκεί σίγουρα θα έβρισκε.
Πράγματι, το κατάστημα"Ο Μαραμένος Κατηφές" του Ντίμι Χάλα, απέναντι από το κοιμητήριο του  Γκρόουβ, ήταν ανοιχτός.
Μπήκε ο Τζουγκανάτο μέσα κι αντίκρισε έναν κύριο γύρω στα 50, με φλοράλ πουκάμισο, σκισμένο τζιν και μπότες Λι Βαν Κλιφ, να καπνίζει πίπα με γεύση καυκαλήθρα και να παίζει γιουκαλίλι τραγουδώντας το "Η ζωή εδώ τελειώνει".
"Καλημέρα, τι θα θέλατε;" ρώτησε ο Ντίμι τον σερίφη.
"Λουλούδια για μια Κυρία" απάντησε ο Άντονι.
"Για μνημόσυνο σε στεφάνι;"
"Που να σε πάρει ο διάολος, κιορατά, τσι πέθανες την αγάπη μου, τσι μοναδική μου λατρεία" απάντησε εξοργισμένος ο Σερίφης. "Ζωντανή είναι, για επίσκεψη τσι θέλω."
"Μάλιστα, συγγνώμη κιόλας" απάντησε τρομαγμένος ο Ντίμι. "Τι θα λέγατε για τριαντάφυλλα;" συμπλήρωσε.
"Κρίνα μήπως είναι καλύτερο;" είπε ο Σερίφης.
"Μου είπατε πως είναι ζωντανή" απάντησε σκασμένος από τα γέλια ο Ντίμι. "Τα κρίνα είναι για τις ψόφιες."
"Σωστά... Άσε που μπορεί να γκαστρωθεί με τα κρίνα... Αυτό μου 'λειπε... Βάλε ό,τι νομίζεις, έρωτα, και φρόντισε να μη μου πιάσεις το γκώλο τσι τιμή, είπε ο Σερίφης" με άγρια και επιβλητική φωνή αντάξια ενός Όρσον Ουέλς στον Πολίτη Κέιν.
"Μάλιστα, αμέσως" απάντησε ο Ντίμι με την ξινίλα σμιλεμένη στο πρόσωπό του.
"Και πού 'σαι, γκόμενε, βάλε και πολλα φρουφρού τσι κορδέλες απάνου."
Ο Σερίφης, δίχως να χάσει παραπάνω χρόνο, πήρε το μπουκέτο και όδευσε για το σπίτι της Κυρίας.
Οδηγώντας, συλλογιζόταν τι δικαιολογία θα έλεγε για την επίσκεψη.
Ήταν τόσο απορροφημένος από τις σκέψεις του ώστε δίχως να το καταλάβει, βρέθηκε έξω από το σπίτι της.
Πάρκαρε και σκεφτόταν ακόμη τι δικαιολογία θα έλεγε, ενώ παράλληλα παρατήρησε τα ερμητικά κλειστά παράθυρα.
"Περίεργο" αναφώνησε…
Κατέβηκε, κορδώθηκε, σάλιωσε τα πλούσια φρύδια του, μύρισε τις μασχάλες του και πλησίασε την πόρτα.
Χτύπησε το κουδούνι, όμως καμία απάντηση…

Κ.Μ.

(Συνεχίζεται)

18 Δεκεμβρίου, 2017

14 (με τα μάτια του Εμίλιο)




ΚΟΝΤΕΥΕ ΜΕΣΗΜΕΡΙ και ο Εμίλιο κατευθύνθηκε στο Αλέγκρο Τσουκάλι συλλογισμένος. Ηταν νωρίς ακόμα και δεν είχε κόσμο, οπότε κάθισε σε όποιο τραπέζι βρήκε μπροστά του και παράγγειλε άλλο έναν καφέ. Έφερε ξανά στο νου του τη συζήτηση που είχε με τον σέριφ Τζουγκανάτο, η οποία είχε περιπλέξει ακόμα περισσότερο τα πράγματα.

"Τι εννοείς ανθρώπινα μέλη κι ένα κωλάντερο;!! του ποιού;" τσίριξε ο ειδικός πράκτορας Βιτάλε καθώς ο σέριφ του εξηγούσε τις τελευταίες εξελίξεις στο Λόνλι Γουίμενς Γκρόουβ. "Και άφησες τον μοναδικό ύποπτο να φύγει για να καθαρίσει ΚΑΤΙ βάτα; Τι γίνεται εδώ πέρα;"

Με ένα ανόρεχτο, σχεδόν χαμένο ύφος ο Αντονι Τζουγκανάτο του επανέλαβε την ιστορία.

"Τα άκουσα και την πρώτη φορά που τα πες" συνέχισε ο Βιτάλε ανακτώντας την ψυχραιμία του. "Κι αυτοί που εξαφανίστηκαν τις προάλλες; Τι είναι? Γιατί εξαφανίστηκαν; Τι ξέρεις γι'αυτούς;"

"Α, μην ανησυχείς γι' αυτό" απάντησε ο σέριφ διώχνοντας με το χέρι του τον Αρπατόνε από το γραφείο και προσπαθώντας να μαζέψει κάπως τα μαλλιά του, που πέταγαν στον αέρα και χάλαγε το χτένισμα. " Είναι όλοι εδώ, δεν έχουν το ίδιο όνομα βέβαια, αλλά εδώ είναι, τους μέτρησα και δε λείπει κανείς". Μετά κοίταξε έξω από το παράθυρο με γλαρωμένο ύφος ένα μαύρο πουλί που καθόταν στο απέναντι δέντρο και έχασε επαφή με το περιβάλλον, ενώ ο Εμίλιο περπατούσε φουρκισμένος μπροστά του λέγοντας διάφορα ακατανόητα για το ότι απασχολούν την Υπηρεσία χωρίς λόγο, και ότι αυτή η υπόθεση με τα κωλάντερα έπρεπε να διερευνηθεί άμεσα, ότι δεν μπορεί να βρει εναν άνθρωπο να συννενοηθεί εκεί πέρα, τι κάνουν όλη μέρα επιτέλους και σιχτίρια πάλι πεινάει!

"Μου θυμίζεις τον πώς τον λέμε, τον ντέπιουτι Στάμος, τον βοηθό μου" είπε ο Τζουγκανάτο και πρόσθεσε "A ναι, νομίζω με αυτόν πρέπει να μιλήσεις καλύτερα που ασχολείται με την υπόθεση" και συνέχισε να κοιτάει αλλόκοτα το πουλί στο δέντρο.

 "Πού, γαμώ τις μπαταρίες μου μπορεί να φάει κανείς εδώ πέρα;" ρώτησε ο Εμίλιο που είχε αρχίσει να αποδέχεται την αδυναμία επικοινωνίας του σέριφ.

"Στο Αλέγκρο Τσουκάλι θα πας, αλλά να κάτσεις με την πλάτη στον τοίχο, η ιδιοκτήτρια Αννι Γουίλκς έχει περίεργες διαθέσεις καμιά φορά και για καλό σου στο λέω".

Η πόλη έμοιαζε να ξυπνάει σιγά σιγά, παράθυρα άνοιγαν, πόρτες μισάνοιγαν και κεφάλια τον παρακολουθούσαν από μέσα, μέχρι που μπήκε στο Αλέγκρο Τσουκάλι και τον έχασαν από τα μάτια τους. Ο Εμίλιο κοίταξε τον καφέ του, πολλές μπουρμπουλήθρες και παγάκια και κανένα συμπέρασμα, μόνο περισσότερα ερωτήματα, ένας άφαντος ντέπιουτι, ένας σέριφ συνδεδεμένος με τους δορυφόρους του Δία και μια πόλη φάντασμα. Μέχρι να σκεφτεί το τελευταίο, άκουσε φωνές και μουσική στο δρόμο, τύμπανα... τύμπανα; και πετάχτηκε έξω να δει τι συμβαίνει. Μα την αγία Πατάτα της Λουκέρνης! Τι ήταν αυτό που έβλεπαν τα μάτια του;

 Α.Β.

(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

11 Ιουνίου, 2017

13



Ο καιρός ήταν ασυνήθιστα ψυχρός για την εποχή. Παγερός αέρας φυσούσε στο Λόνλι Γουίμενς Γκρόουβ και φαινόταν να έχει εγκατασταθεί και στις ψυχές των ανθρώπων της ειδυλλιακής πόλης. Τα νέα για τα γεγονότα των τελευταίων ημερών είχαν μαθευτεί και οι κάτοικοι περπατούσαν σκυφτοί στους δρόμους, κοιτάζοντας λοξά και με καχυποψία όποιον δεν γνώριζαν. Tα παιδιά είχαν εξαφανιστεί από τις παιδικές χαρές και οι γάτες σκάλιζαν επιφυλακτικά τα σκουπίδια στους κάδους, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού τους το φόβο μιας αναπάντεχα φρικιαστικής ανακάλυψης. Όλοι προτιμούσαν να περνούν τις ελεύθερες ώρες τους κλεισμένοι στα σπίτια τους. Ένας δολοφόνος κυκλοφορούσε ανάμεσά τους –γιατί φυσικά κανείς, εκτός από τον Άντονι και το ντέπιουτι Στάμος, δεν πίστευε ότι ο Τζον Καραλάμπι ήταν ανθρωποφάγος κανίβαλος. Ο μόνος που χαιρόταν για την κατάσταση ήταν ο Ίαν Κανάλι , που δεν προλάβαινε να μεταφέρει παραγγελίες με το κωλοπειραγμένο φυστικί Ζούνταπ του από την «ΚΑΝΤΊΑΝ» του.
«Πάλι έκανε… φτουουου… σούζες ο ντενεκές ο ξεγάνωτος με το μοτόρι… φτουουου… φτουουου… και έχει γεμίσει το πιτόγυρο γαρμπίλι» είπε ο Τεό, φτύνοντας χαλίκια και ταυτόχρονα μασουλώντας το ένα από τα έξι τυλιχτά που είχε παραγγείλει στον μπιζελόμυαλο καντινιέρη. «Κάθε φορά σαβουρδιάζεται και σκορπίζει τις παραγγελίες… γκνιαμ… φτουουου… στο δρόμο.»
«Ε; Τι…» είπε αφηρημένος ο Άντονι από το γραφείο του. Κάτι είχε πάθει αυτός. Από τότε που είχε επιστρέψει από το Αλέγκρο Τσουκάλι πριν από δυο μέρες, ήταν άλλος άνθρωπος. Καθόταν αμίλητος, έχοντας χαμένο βλέμμα, χωρίς καν να δίνει σημασία στα γατοκέφαλα που κατέβαζε ο Τεό παρότι του είχε απαγορεύσει να τρώει εν ώρα υπηρεσίας. Επίσης δεν είχε πει τίποτα στο ντέπιουτι για όσα είχαν συμβεί στο εστιατόριο της Άννι Γουίλκς. Aμ εκείνο το πλατινέ μαλλί; Ήταν σαν τον Μπίλι Άιντολ στο Flesh for Fantasy. Μυστήρια πράματα.
«Λέω… μόλις τελειώσω το πρόγευμά μου θα πάω να ελέγξω το σπίτι του Άντριου Χάτζι, όπως με διέταξες. Τις προάλλες είχα πολλή χαρτοδουλειά και δεν πρόλαβα» απάντησε ο Τεό.
«Του Χάτζι… ναι… εντάξει» είπε ο σερίφης και έπειτα στύλωσε το βλέμμα του στο κενό.
Ο Τεό κούνησε το κεφάλι του απορημένος. Όταν τέλειωσε το φαγητό του πήγε στο δωμάτιο με τους φοριαμούς. Έβαλε την εξάρτυσή του, ξαναβγήκε και στάθηκε επιδεικτικά μπροστά στον Άντονι.
Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε ανέκφραστος. «Θες τίποτα;»
«Πώς σου φαίνονται αυτά που φοράω, αρχηγέ;»
«Πώς να μου φανούν… εντάξει» απάντησε ο Άντονι και, σκύβοντας το κεφάλι, κοίταξε τις μύτες των παπουτσιών του.
Διάολε! Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Ο Τεό είχε βάλει τη σούπερ σπέσιαλ στολή του με το φουλ-φέις βιονικό κράνος αντάρτικου πόλεων από την ταινία «Οι Μπάτσοι του Διαστήματος» που είχε αγοράσει κοψοχρονιά από το e-bay και το οποίο διέθετε πτυσσόμενο ηλεκτρονικό κυάλι Τζι-Μπι-Αρ 3245, στόχαστρο μηδενικής απόκλισης, νυχτερινή όραση, ανιχνευτή κίνησης και ενσωματωμένο mp3 player με πλέιλιστ των αθάνατων επιτυχιών του Πρόδρομου Τσαουσάκη. Και ο Άντονι είχε πει ένα απλό… «εντάξει»!
«Αρχηγέ, για δες και το όπλο μου» είπε και, τραβώντας το πιστόλι του από τη θήκη του, το στριφογύρισε με το δείκτη του μπροστά στα μάτια του σερίφη. Δε μπορεί, το Μπλακ Ντράγκον Tερμινέιτορ XXL-666 που είχε κερδίσει στη λοταρία του στριπτιτζάδικου «Ξυρισμένο Μουνόχειλο» -ιδιοκτησίας Λεονίντ Τασούλ, ενός ρουμανικής καταγωγής πρώην γιδέμπορα- και το οποίο διέθετε μέχρι και ενσωματωμένη βάση για σοκολάτες Derby, δεν θα άφηνε ασυγκίνητο τον Άντονι.
«Ε; Α, ναι, το όπλο… Καλό, με γεια» είπε άτονα ο Άντονι.
Να πάρει η ευχή… Τι είχε αυτός ο άνθρωπος; Ίσως τον ταρακουνούσε το επόμενο νέο που είχε να του ανακοινώσει.
«Αρχηγέ… προτού φύγω… Πέρασε ο Τζάρβις όταν ήσουν στη χέστρα και έφερε τον Αρπατόνε γιατί θα συνοδεύσει τη χήρα σε μια γατοπανήγυρη και δεν έχουν πού να τον αφήσουν…» Ο Τεό περίμενε να γίνει η έκρηξη.
«Α, ο Τζάρβις… ναι… Έχουμε τίποτα να ταΐσουμε το ζωάκι;»
Ορίστε; «Εεε… ναι. Έφερε και το φαγητό του ο Τζάρβις» είπε σαστισμένος ο Τεό.
«Ωραία… Βγάλ’ τον από το κλουβί και γέμισε του ένα πιατάκι κι ένα μπολάκι με νερό, είμαι κουρασμένος. Άντε, αγόρι μου, έπειτα πήγαινε στην ευχή του Θεού» μουρμούρισε ο Άντονι και στη συνέχεια έβαλε το καπέλο του στα μούτρα, πράγμα που σήμαινε ότι θα έπαιρνε έναν υπνάκο.
Ο Τεό έκανε ό,τι του είπε ο σερίφης και μετά ξεκίνησε για το σπίτι του Χάτζι.
Δυο ώρες αργότερα βγήκε από την οικία Άντριου Χάτζι, αποσβολωμένος και με την κοσμοθεωρία του για την κοινωνία να έχει δεχτεί ένα γερό πλήγμα. Ο Χάτζι ήταν άφαντος, όπως το περίμεναν άλλωστε. Η σκόνη πάχους δύο εκατοστών αποδείκνυε ότι εκεί μέσα δεν είχε πατήσει κανείς εδώ και αρκετές μέρες –ο Τεό μάλιστα έγραψε στην επιφάνεια του στερεοφωνικού με το δάχτυλό του JUDGE DREDD WAS HERE ως απόδειξη ότι είχε περάσει από κει. Δεν ήταν βέβαια η ενδεδειγμένη τακτική για μια αστυνομική έρευνα, αλλά ποιος γαμούσε τις τυπικότητες; Η πόλη ήταν δική τους και την έκαναν ό,τι ήθελαν!
«Εγώ είμαι ο Νόμος!» φώναξε ο Τεό. Αμέσως μετά θυμήθηκε όσα είχε αντικρύσει στο σπίτι του Χάτζι και προσγειώθηκε απότομα στην πραγματικότητα. Έπρεπε να τηλεφωνήσει στον αρχηγό. Πήρε με το κινητό του τον Άντονι και όταν εκείνος απάντησε, είπε χωρίς να πάρει ανάσα: «Αρχηγέ, τέρατα και σημεία! Η Μόνικα είχε δίκιο, εγώ είχα δίκιο, ο Χάτζι ήταν πράγματι αδελφή! Και όχι μόνο αδελφή, αλλά ήταν και ανώμαλος! Δε μπορείς να φανταστείς τι βρήκα στο σπίτι του! Φουσκωτές κούκλες, μαστίγια, δονητές, πορδοβουλώματα, ταινίες της Αλίκης Βουγιουκλάκη, δύο πεντάλιτρες συσκευασίες βαζελίνης –η μία δώρο– τσόντες μικιμάοι με το Γιώργο Θαλάσση και τον Σπίθα, το Αλμανάκ του Κουνιστού Αγρότη, φωτογραφίες του με μουστακαλήδες ντυμένους με πέτσινα –του Άντριου, όχι του Κουνιστού Αγρότη. Άσε που ολόκληρο το σπίτι από μέσα ήταν βαμμένο ροζ κουφετί –ή ροζ του φλαμίνγκο, δεν είμαι απολύτως σίγουρος. Βρήκα το προσωπικό του ημερολόγιο γραμμένο με στυλό με άρωμα κεράσι, ανακάλυψα και δεκάδες φωτογραφίες του Κουραμπιέ, του γάτου της ζωντοχήρας τραβηγμένες με φακό ζουμ, δεν αποκλείεται να ετοίμαζε την απαγωγή του. Επίσης στο ντουλάπι του νεροχύτη είχε καταχωνιασμένες στο πίσω μέρος μερικές πολαρόιντ του με τους τρεις φίλους του από το «Συνειδητοποιημένο Σφίχτερμαν». Ο Στράτο Μπίγκμαν είχε χώσει στον πάτο κάποιου από αυτούς έναν…»
«Έλα πίσω στο τμήμα» είπε ο Άντονι από την άλλη άκρη της γραμμής, σαν να μην είχε ακούσει τίποτα. «Τον Αρπατόνε τον έπιασε κόψιμο γιατί βρήκε και έφαγε τις μπάμιες της ζωντοχήρας που είχαμε για τον Τζον Καραλάμπι. Μου έχεσε το γραφείο. Ο Τζον μου είπε ότι έπρεπε οπωσδήποτε να κόψει τα βάτα γιατί θα του πνίξουν το χωράφι. Τον άφησα να πάει αφού πρώτα τον έβαλα να ορκιστεί στο πορτοφόλι του ότι θα επιστρέψει σε μια ώρα, αλλά εκείνος δε γύρισε. Επίσης εμφανίστηκε στο τμήμα κάποιος Εμίλιο Βιτάλε, ειδικός πράκτωρ που θα ασχοληθεί με την υπόθεση.» Και έπειτα από αυτό έκλεισε στα μούτρα του Τεό το τηλέφωνο.
Τι έκανε, λέει; Ο Άντονι είχε αφήσει ελεύθερο τον κανίβαλο! Και ποιος καργιόλης ήταν πάλι αυτός ο Εμίλιο Βιτάλε; Η υπόθεση ήταν ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ!!! Ο Τεό τράβηξε απότομα μια Derby από την ενσωματωμένη βάση του Μπλακ Ντράγκον του κι από τη φούρκα του την έχωσε στο στόμα του ολόκληρη –μαζί με το περιτύλιγμα.

Γ.Α.

(Συνεχίζεται)

12 (με τα μάτια του Εμίλιο...)


Ο ήλιος είχε ανέβει αρκετά ψηλά, όταν ο σπέσιαλ έιτζεντ Εμίλιο Βιτάλε έφτασε στα προάστεια του Λόνλι Γουίμεν Γκρόουβ. Το προηγούμενο βράδυ είχε βρέξει σαλονοτραπεζαρίες, μπουφέδες και κρεβατοκάμαρες και τώρα το χώμα άχνιζε από τη ζέστη. Μύγες αιωρούνταν στον αέρα και έμπαιναν από το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου, κάνοντας τον Εμίλιο να σιχτιρίζει καθώς σταμάτησε σε μια άκρη να πιει τον καφέ του και να κάνει ένα τσιγάρο πριν συνεχίσει για την πόλη. Είχε κοιμηθεί το βράδυ έναν ανησυχο ύπνο, όπου έβλεπε στο όνειρο του διάσπαρτα πρόσωπα και φωνές να λένε ακατάληπτες φράσεις. Καμιά γυναίκα για παρεούλα; Που πας αφοριασμένε; Πάλι θα φας; Δεν έχει γλάστρα σήμερα; Κι ένα κομμένο αυτί να αιωρείται ανάμεσα τους χωρίς να καταλαβαίνει γιατί.

Αν δεν ήταν αυτή η ιστορία με τις συνεχείς εξαφανίσεις των κατοίκων στο Λονλι Γουίμεν δεν θα είχε σηκωθεί καθόλου από το κρεβάτι του. Πρώτα η ζωντοχήρα που έγινε ξαφνικά ατμός, μετά η τσιρλίντερ του γυμνασίου Κολερία Γουϊθμποτ και τέλος ο διάσημος Ρώσος μαθηματικός που είχε ζητήσει άσυλο πριν χρόνια και η Υπηρεσία τον είχε στείλει εκεί με το κωδικό όνομα το Κεντρί. Εδιωξε με το χέρι του τις μύγες από τον λατρεμένο του καφέ, σιχτίρισε τους Αθλιους του Ουγκώ και ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο.
Δύο χιλιόμετρα μετά κόντεψε να βγει απ' το δρόμο όταν το μάτι του πήρε κάτω από κάτι βάτα ένα σώμα ξαπλωμένο αγκαλιά με μια τσάπα. Νταφάκ, σκέφτηκε, αλλά μετά είδε ότι ανέπνεε και συνέχισε για την πόλη.

Επρεπε πρώτα απ' όλα να μιλήσει με τον σερίφη Τζουγκανάτο να μάθει τα γεγονότα και τσεκάροντας την διεύθυνση στο σημειωματάριο του κατευθύνθηκε προς τα κει. Οι δρόμοι ήταν αλλόκοτα ήσυχοι, αν και μικρά βουνά από αποτσίγαρα και άδεια μπουκάλια μπύρας σε διάφορες γωνίες του δρόμου, έδειχναν πως οι κάτοικοι μάλλον το χαν ξενυχτήσει. Εστριψε και έφτασε στο αστυνομικό τμήμα. Κοίταξε από το ανοιχτό παράθυρο και είδε τον σερίφη ξαπλωμένο σε ένα τραπέζι να ροχαλίζει απαγγέλοντας στίχους του Καβάφη, απολείπειν ο θεός Αντώνιον... έλεγε και ξανάλεγε και συνέχιζε να κοιμάται. Πάνω στο τραπέζι, ένα περίεργο μικρό ζώο σαν καγκουρό έτρωγε κάτι.Ο Εμίλιο έσπρωξε την πόρτα. Με το τρίξιμο της πόρτας ο σέριφ Τζουγκανάτος πετάχτηκε πάνω, ποιος κιορατάς είναι; Φανερώσου πριν σου φυτέψω το διάολο μέσα σου και χάσεις την επόμενη αυγή. Βιτάλε, σπέσιαλ έιτζεντ Εμίλιο Βιτάλε, άκουσε μια φωνή που πλησίαζε. Τότε είδε ότι η πόρτα του κελιού ήταν ανοικτή...

Α.Β.

(Συνεχίζεται)

11 Μαΐου, 2017

11



Ο ΑΝΤΟΝΙ ΕΙΧΕ ΠΕΣΕΙ σε βαθιά περισυλλογή. Ο άχρηστος βοηθός του -όταν συνήλθε από το μεγάλο φαγοπότι και τις κατραπακιές- του είπε όσα είχε μάθει από το Στράτο Μπίγκμαν: ο Άντριου Χάτζι γυμναζόταν στο "Συνειδητοποιημένο Σφίχτερμαν", πάντα μαζί με τρεις άλλους πελάτες που εκείνος είχε φέρει στο γυμναστήριο.
"Και μάντεψε τι, αρχηγέ! Ήταν όλοι φαγκότα" είχε πει ο Τεό.
"Δηλαδή;" είχε ρωτήσει ο Άντονι.
"Πιπεροτρίφτες."
"Δεν σε καταλαβαίνω, μίλα ελληνικά, ρε κιορατά."
"Οχουυυυυύ! Συκαρίες, φιρουλί φιρουλό, γκέιλορντ... πώς το λένε; Τομπαίρνουλες... ροζαλίες... αδελφές, ρε παιδί μου."
"Εικάζω πως εννοείς κίναιδοι."
"Ποιος ήρθε;"
"Άγιε μου Γεράσιμε, δώσ' μου δύναμη... Δεν έχει σημασία, κατάλαβα. Πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Σου είπε τα ονόματα των τριών άλλων ο Στράτο;" είχε ρωτήσει ο Άντονι.
"Όχι, δεν τα γνωρίζει. Χρησιμοποιούσαν ψευδώνυμα και το Στράτο δεν τον ένοιαζε, του αρκούσε που πλήρωναν τις συνδρομές του. Εξάλλου είχε εγγυηθεί ο Χάτζι. Ήταν ο Μπέιμπι Μπέαρ, ο Χαίρι Mπαμπλ και ο Σόρτντικ. Ρώτησα το Στράτο αν είχε δει κανέναν στα αποδυτήρια κι αν ήταν κοντοψώλης και μου είπε πως το Σόρτντικ σημαίνει ακριβώς αυτό: μικροτσούτσουνος. Έχει να τους δει όλους εδώ και μέρες ενώ ήταν τακτικοί."
"Με λίγα λόγια δεν αποκλείεται τα απομεινάρια που έχουμε βρει να ανήκουν σε αυτούς! Πρέπει να ερευνήσουμε το σπίτι του Χάτζι, ίσως υπάρχουν στοιχεία. Θα πας εσύ στο σπίτι του να ψάξεις. Εγώ θα μιλήσω με την ιδιοκτήτρια του Αλέγκρου Τσουκαλιού. Πρόσεχε όμως, κακομοίρη μου. Αν σταματήσεις οπουδήποτε για μάσα θα το μάθω. Και τότε μαύρο φίδι που σ' έφαγε" είχε προειδοποιήσει το φαταούλα ντέπιουτι ο σερίφης.
Τώρα σκεφτόταν την επίσκεψή του στη σεφ-όχι-μαγείρισσα του Αλέγκρου Τσουκαλιού. Την είχε δει κάνα δυο φορές στην πόλη, ήταν ωραία κοπέλα, επομένως δεν μπορούσε να παρουσιαστεί σαν το λέτσο έστω κι αν πήγαινε στο μαγαζί της για επαγγελματικούς λόγους. Θα περνούσε πρώτα από το Τορνευτό Καπούλι για τριμάρισμα των μαλλιών του και μια περιποίηση προσώπου. Ναι, αυτό θα έκανε.
Όταν έφτασε στο ινστιτούτο καλλονής της Μόνικας τον περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Η βοηθός-πιστολάκι τον πληροφόρησε πως το αγαπημένο τράβελ-γκερλ του Γκρόουβ είχε φύγει για ένα παρασκευοσαββατοκύριακο R&R με έναν μπασκετμπολίστα και πως η ίδια πνιγόταν και δεν μπορούσε να τον εξυπηρετήσει.
"Και τι θα κάνω εγώ τώρα; Ποιος θα με κουρέψει και θα με περιποιηθεί;" ρώτησε αγανακτισμένος ο Άντονι. Αμάν αυτή η φλόγα, τέχνη, ζωή, σουβλάκι, περγαμόντο. Όποτε της κάπνιζε έβαζε λουκέτο στο μαγαζί σαν την άλλη τη σιγανοπαπαδιά τη ζωντοχήρα και σηκωνόταν και έφευγε.
"Τι να σας πω, σερίφη... Γιατί δεν πάτε στο Ροζ Κανίς; Ίσως μπορούν να κάνουν κάτι εκεί" απάντησε η βοηθός-πιστολάκι.
"Ροζ Κανίς; Τι είναι πάλι αυτό;"
"Το κομμωτήριο σκύλων που άνοιξε πριν από ένα μήνα δύο δρόμους παρακάτω. Κάνουν απίθανα κουρέματα στους σκύλους, είμαι σίγουρη πως θα τα καταφέρουν με ένα τριμάρισμα."
Μουρμουρίζοντας, ο Άντονι πήγε στη διεύθυνση που του υπέδειξε η βοηθός-πιστολάκι. Το Ροζ Κανίς εξωτερικά δεν διέφερε πολύ από ένα ανθρώπινο κομμωτήριο, απλώς ήταν πιο εντυπωσιακό. Τι κατάντια, σκέφτηκε ο Άντονι. Ο καπιταλισμός σε όλο του το μεγαλείο. Κομμώσεις σκύλων! Σε λίγο θα βγάλουν και μπουρδέλα σκύλων, που να τους χωθεί ο διάολος μέσα τους! Παρ' όλα αυτά μπήκε στο μαγαζί αφού δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
"Καλώς το σερίφη!" είπε μια γνώριμη φωνή.
Ο Άντονι είδε έκπληκτος μπροστά του τον Ιλάι Μπακαλό, τον πρώην βοηθό του. "Τι γυρεύεις εσύ εδώ, Ιλάι;" ρώτησε.
"Εγώ τι γυρεύω εδώ; Δικό μου είναι το κατάστημα, αρχηγέ! Και είμαι ο Ιλί πλέον, όχι ο Ιλάι. Ιλί Βακαλό. Η πελατεία εκτιμάει καλύτερα τα γαλλικά ονόματα. Εξάλλου, έχω πάρει δίπλωμα από την Ανωτάτη Σχολή Κομμωτικής Κυνών των Παρισίων."
"Πήρες εσύ δίπλωμα από γαλλική σχολή; Ξέρεις γαλλικά;" ρώτησε ο Άντονι.
"Μα μπιεν σιγ! Βουλέ βου κουσέ αβέκ μουά σε σουάγ; Μεγσί μποκού, λεμί μπουκαλιόν, κε σε κεσέ κε σε μπολ, χιμί ζουζουνιόν" είπε ο Ιλί.
"Έχω εντυπωσιαστεί... Εγώ δεν ξέρω γρι γαλλικά."
"Σάμπως ξέρω γω" είπε μέσα από τα δόντια του ο Ιλί.
"Τι είπες;"
"Σε τι οφείλω την επίσκεψή σου λέω, αρχηγέ."
"Α... Ήθελα να κόψω λίγο τα μαλλιά και τα μούσια και να φρεσκαριστώ, αλλά η Μόνικα έχει πάρει τα όρη, τ' άγρια βουνά. Και μου είπανε για το μαγαζί σου" είπε ο Άντονι, νιώθοντας λίγο άβολα επειδή είχε διώξει με τις κλοτσιές παλιότερα τον Ιλί από το τμήμα. "Δεν ξέρω αν μπορείς να με βοηθήσεις..."
"Μα και βέβαια. Τον αρχηγό δεν θα βοηθήσω; Κάτσε να φέρω μια καρέκλα, τους σκύλους τους βάζω στο τραπέζι" είπε ο Ιλί.
Σε λίγο ο Άντονι καθόταν στην καρέκλα του, με μια πετσέτα γύρω από το λαιμό και ο Ιλί έκανε τα δικά του.
"Δεν έχεις και έναν καθρέφτη, βρε παιδάκι μου, να βλέπω τι κάνεις" είπε ο σερίφης.
"Ε, οι σκύλοι δεν έχουν ανάγκη από καθρέφτες, τι να τον κάνω; Μην ανησυχείς, αρχηγάρα μου, θα σε κάνω εγώ κούκλο."


Μιάμιση αργότερα και αφού ο Ιλί πέρασε τον Άντονι με διάφορα πατσουλιά και χυσαμόλες, του κούρεψε μαλλιά και μούσια, τον χτένισε και του πάστωσε τα μούτρα με κρέμες, του ανακοίνωσε πως ήταν έτοιμος. "50 ευρώ, αρχηγέ" είπε στο σερίφη.
"Τι λες, ρε Ιλί; Φωτιά και λάβρα είσαι. Τόσα πολλά δίνουν για τους σκύλους;"
"Όχι, για τους σκύλους δίνουν περισσότερα. Τσάμπα τις έκανα τις σπουδές στη Γαλλία; Θα σου δώσω και μια τσάντα δώρο" είπε ο Ιλί και έφερε στον Άντονι μια πάνινη τσάντα.
"Αυτή έχει γατιά επάνω!" είπε ο Άντονι.
"Ας όψεται η μαλάκω η ζωντοχήρα! Έκανε ολόκληρη φασαρία επειδή έδινα τσάντες μόνο με σκυλιά, υποστηρίζοντας πως πρόκειται για ρατσιστική συμπεριφορά και ρητορική μίσους κατά των γατιών. Για να μη χάσω τους πελάτες που μου στέλνει από το κωλοπετ-σοπ της αναγκάστηκα να φέρω και τσάντες με γατιά. Γυναίκες!"
Υπό άλλες συνθήκες ο Άντονι θα του έκανε παρατήρηση επειδή μίλησε άσχημα για την αγνή θεά του, όμως δεν του είχε περάσει ακόμα το τσούξιμο για τον Τζάρβις. Έσκασε το πενηντάρικο, πήρε τη τσάντα και έφυγε.
Όταν μπήκε στο περιπολικό και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη κόντεψε να πάει από αποπληξία. Το μαλλί του ήταν πιο πλατινέ και από της Μονρόε, ενώ πάνω από το μέτωπο υψωνόταν ένα πορτοκαλί κοκκόρι. Έμοιαζε με... με... πώς το 'πε ο Τεό... με τομπαίρνουλα φασιανό. "Κιορατά, Ιλί, που να σου πάρει ο διάολος τσι φύτρες και σένα και των Γάλλων... γαμώ τα κάδρα του σπιτιού σου... που να σου χώσει κεριά στο κώλο ο άγιος Γεράσιμος... μου την είχες φυλαγμένη... μου πήρες και το πενηντάρι, γαμώ τη μεταξωτή δαντέλα στο μεσοφόρι της Παναΐας..." Σκέφτηκε να γυρίσει πίσω να καταχερίσει τον σκυλοκομμωτή, αλλά ήταν σε ώρα υπηρεσίας, έπρεπε να συγκρατηθεί. Σανίδωσε το περιπολικό και έφυγε, τινάζοντας χαλίκια και αφήνοντας πίσω του τη μυρωδιά του καμένου λάστιχου.

***

Όταν μπήκε στο Αλέγκρο Τσουκάλι, που ήταν γεμάτο κόσμο, όλα τα μάτια στράφηκαν πάνω του. Ρεντίκολο θα γινόταν εξαιτίας του σκυλομπαρμπέρη. Θα του 'βγαινε το όνομα τώρα στ' απότρυγα. Είχε αφήσει και το καπέλο του στο τμήμα, αφού δεν φόρεσε στολή, παρά πήγε με πολιτικά ως άρμοζε σε έναν τζέντλεμαν.
"Σερίφη! Τι τιμή για το μαγαζί μου" είπε μια γλυκιά γυναικεία φωνή.
Ο σερίφης γύρισε και είδε την ιδιοκτήτρια του εστιατορίου, την Άννι Γουίλκς. Τι οπτασία, μα τα πασούμια του αγίου! Από κοντά ήταν ακόμα πιο όμορφη από όσο τη θυμόταν από τις λίγες φορές που την είχε δει στην πόλη. Φορούσε ένα κοντό λουλουδάτο φόρεμα που τόνιζε τη λεπτή μεσούλα και τα ωραία πόδια της. Τα μαλλιά της κάτω από το μαγειρικό σκούφο της είχαν το ρόδινο χρώμα της αυγής, ενώ τα σκούρα μάτια της έλαμπαν σαν μαύρα βότσαλα μετά από μια απαλή καλοκαιρινή μπόρα. Και κείνο το ναζιάρικο ύφος της... αν δεν ήταν ήδη ερωτευμένος με τη μοσκιά του, θα ερωτευόταν την Άννι Γουίλκς...
"Ground control to major Tom..." είπε η Άννι, γελώντας τσαχπίνικα.
"Με συγχωρείτε... αφαιρέθηκα... Γνωρίζετε ποιος είμαι, λοιπόν;" είπε ξεψυχισμένα ο Άντονι.
"Φυσικά" απάντησε η Άννι και τον έπιασε αλά μπρατσέτα. "Είναι δυνατόν να μη γνωρίζω τον πιο γοητευτικό άντρα του Γκρόουβ. Μου θυμίζετε Εγγλέζο τζέντλεμαν. Και είστε τόσο μοντέρνος! Ήρθατε να δοκιμάσετε τη σπεσιαλιτέ μου;"
Ο Άντονι, τυλιγμένος σε ένα μυρωδάτο σύννεφο από το άρωμα της Άννι, ένιωσε τα πόδια του να μην τον κρατάνε. "Εεε... Εγώ... Ναι... Δηλαδή όχι... Όχι... Έχω έρθει για επαγγελματικούς λόγους..."
"Για επαγγελματικούς λόγους; Δε μπορώ να φανταστώ πώς θα μπορούσα εγώ να βοηθήσω το αστυνομικό τμήμα του Γκρόουβ, αλλά αφού ήρθατε για κάποια υπόθεση, πάμε να τα πούμε στο σπίτι μου. Είναι πίσω από το εστιατόριο" είπε η σεφ του Αλέγκρου Τσουκαλιού.
Καλά καλά χωρίς να καταλάβει πώς, ο Άντονι βρέθηκε στην κουζίνα του σπιτιού της, καθισμένος σε μια καρέκλα στο τραπέζι της. Παντού υπήρχαν εργαλεία του επαγγέλματός της. Μαχαιράκια, μαχαίρες... αλυσοπρίονο; Τσεκούρι; Τόξο; Κοντόκανη καραμπίνα; Τη σήμερον η τέχνη της μαγειρικής είχε γίνει υπερβολικά πολύπλοκη...
"Μια και ήρθατε ως εδώ, πρέπει να δοκιμάσετε τη σπεσιαλιτέ μου" είπε η Άννι και έβαλε μπροστά του ένα πιάτο με αρωματικό στιφάδο.
"Εγώ... σας έφερα ένα μικρό δώρο" είπε ο Άντονι και έβγαλε από την τσάντα με τα γατιά δύο ποτήρια στα οποία απεικονιζόταν το ζεύγος Γλίξμπουργκ. "Πρόκειται για οικογενειακό κειμήλιο" εξήγησε "και θεώρησα πως είναι κατάλληλο για ένα εστιατόριο."
"Τι γλυκός που είστε" είπε η Άννι. "Σας ευχαριστώ πολύ. Έχω και το κατάλληλο ποτό για να τα εγκαινιάσουμε" πρόσθεσε και έφερε μια παγωμένη σαμπάνια Μοέτ.
Από κει και πέρα ο χρόνος κύλησε όπως το νερό στο αυλάκι, συνοδεία σαμπάνιας, κρεμμυδιών στιφάδο και άλλης σαμπάνιας. Ο Άντονι ένιωθε τα μάτια του να βαραίνουν όλο και πιο πολύ. Κάτι ήθελε να κάνει, αλλά τι; Ένιωθε πως είχε ξεχάσει κάτι σημαντικό. Όλα μέσα στο μυαλό του γύριζαν και οι σκέψεις του ξεγλιστρούσαν. Πού ήταν η γλυκιά Άννι;
"Άλλο ένα ποτήρι" την άκουσε να λέει "και μετά πρέπει να γυρίσω στο εστιατόριο. Ούτε κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα. Έτσι γίνεται όταν έχεις καλή παρέα."
"Ούτε γω κατάλαβα..." μουρμούρισε ο Άντονι και σήκωσε τα μάτια του προς το μέρος απ' όπου ερχόταν η φωνή της. Στεκόταν μπροστά του. "Τι είναι αυτό πίσω από την πλάτη σας;" ρώτησε προσπαθώντας να εστιάσει το βλέμμα του.
"Α, είναι η κατάνα μου. Ένα παραδοσιακό ιαπωνικό σπαθί το οποίο χρησιμοποιώ για να ψήνω Γιακιτόρι."
"Γιακι...τί;" είπε ο Άντονι.
"Γιακιτόρι. Ιαπωνικό σουβλάκι με μέλι και τζίντζερ. Είναι μια τεχνική των αρχαίων Σαμουράι. Όταν βρίσκονταν στις ερημιές, περνούσαν το κρέας στις κατάνες τους και το έψηναν σε αυτές αντί σούβλας. Περιμένετε να σας δείξω" είπε και, τραβώντας το σπαθί με μια σβέλτη κίνηση, άρχισε να κάνει μ' αυτό γρήγορες κινήσεις πάνω από το κεφάλι της.
"Προσέξτε! Θα τραυματιστείτε, Άννι!" φώναξε ο Άντονι κοψοχολιασμένος.
"Α, μην ανησυχείτε, έχω εξασκηθεί πολύ" του είπε εκείνη γελώντας και έβαλε το σπαθί πάλι στη θήκη του. "Λοιπόν, πρέπει να σας ξεπροβοδίσω, πρέπει να επιστρέψω στη δουλειά μου. Χάρηκα πάρα πολύ που τα είπαμε."
"Που τα είπαμε... ναι..." Τι είχαν πει; Ο Άντονι δεν θυμόταν τίποτε απολύτως. Σηκώθηκε τρικλίζοντας και την ακολούθησε στην έξοδο. Όταν έφτασε στο περιπολικό και κάθησε στη θέση του οδηγού, προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του τη συζήτησή τους αλλά ήταν αδύνατον. Από τη στιγμή που άρχισε να τρώει στιφάδο μέχρι τη στιγμή που του έκανε την επίδειξη με την κατάνα όλα ήταν ένα μαύρο κενό.

Γ.Α.

(Συνεχίζεται)

06 Μαΐου, 2017

10



Όταν έγλειψε και το τελευταίο τάπερ, ο Τεό έριξε ένα ρέψιμο που θα ζήλευαν οι συμμετέχοντες στο Οκτόμπερφεστ και σηκώθηκε να φύγει.
"Πού πας;" τον ρώτησε ο Καραλάμπι από το κελί του.
"Λογαριασμό θα σου δώσω, ρε; Εσύ ετοίμασε την απολογία σου και άσε με εμένα."
"Δεν απολογούμαιαιαι, τα έκανα όλα στάχτη, δεν το αρνούμαιαιαι, με νιώθουν μόνο όσοι αγαπούνεεε, δεν απολογούμαιαιαι..." τραγούδησε ο κανίβαλος.
"Αντίσταση κατά της αρχής, ε; Καλααά... Θα δούμε ποιος θα γελάσει τελευταίος" είπε ο Τεό και βγήκε από το τμήμα. Θα πήγαινε κατευθείαν στο σπίτι του Άντονι να τον ενημερώσει. Δεν μπορούσε να του πει από το τηλέφωνο όσα είχαν συμβεί, οι τοίχοι είχαν αφτιά. Μπήκε στο περιπολικό, όμως τον περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Έπειτα από μερικά βηξίματα της μηχανής και κάνα δυο δυνατές πορδές της εξάτμισης, το όχημα έμεινε πιο ακίνητο και από πεθαμένο σαράντα ημερών. Να πάρει ο διάολος! Τι είχε συμβεί πάλι; Ο Τεό δεν κάθησε να το σκεφτεί. Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι. Βγήκε από το περιπολικό και έτρεξε στους στάβλους του τμήματος.
"Σίλβερ! Ώρα να θυμηθείς τα παλιά και να δοξαστείς ξανά, αγόρι μου" φώναξε, αναζητώντας με το βλέμμα του το άσπρο άτι του στο μισοσκόταδο του στάβλου.
"Τον έστειλα στο βουλκανιζατέρ για νέα πέταλα" είπε μια φωνή πίσω του. Ο Τεό γύρισε και είδε να στέκεται εκεί ο Τόντο, ο πιστός γερο-Ινδιάνος που εργαζόταν ως ιπποκόμος στους αστυνομικούς στάβλους.
"Όχι, ρε πούστη μου! Βρήκες την ώρα. Χάλασε το περιπολικό και πρέπει να πάω επειγόντως στον αρχηγό."
"Ε και γι' αυτό σκας; Πάρε το δικό μου άλογο. Μπορεί να μην είναι ο Σίλβερ,αλλά έχει τέσσερα πόδια" απάντησε ο Ινδιάνος.
Ο Τεό δεν χώνευε τον Αφιονισμένο Κούτσαβλο, το άλογο του Τόντο. Είχε διαρκώς την εντύπωση ότι το ζώο τους κοιτούσε όλους με σάπιο ύφος, άσε που γινόταν δύστροπο όταν το ΄πιανε το γλυκί του. Όμως δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. "Καλώς. Ετοίμασέ τον γρήγορα, να του δίνω" είπε στον Ινδιάνο.
Ο Τόντο σέλωσε μάνι μάνι το άλογό του. "Σου ΄χω κρεμάσει και μια αρμαθιά τσαπέλες για το δρόμο" είπε στον Τεό, παραδίδοντάς του τα γκέμια.
"Well done!" φώναξε ο Τεό και με ένα σάλτο ανέβηκε στη σέλα. Σπιρούνιασε το άλογο με τις αστυνομικές μπότες του και άρχισε να καλπάζει με τα πλοκάμια του ν' ανεμίζουν. Τι αίσθηση! Ήταν γεννημένος Λόουν Ρέιντζερ. Ήξερε από τις μέρες που δούλευε στο παράνομο αποστακτήριο πως ήταν φτιαγμένος για σπουδαία πράγματα. Και τώρα, αυτή η υπόθεση με τον αιμοσταγή ανθρωποφάγο ήταν η ευκαιρία να δείξει τις ικανότητές του και να σκαρφαλώσει στην κορυφή της μπατσικής αλυσίδας. Κρίμα βέβαια για τους ανθρώπους που είχε ροκανίσει ο Καραλάμπι, αλλά δεν φτιάχνεις ομελέτα χωρίς να σπάσεις αβγά.
"Ομελέτα..." μουρμούρισε και ένιωσε τα σάλια του να τρέχουν. Σε λίγο θα περνούσε από την καντίνα του Ίαν Κανάλι. Γιατί να μη σταματούσε να φάει ένα βρόμικο με ομελέτα και τα συναφή; Ναι... Αυτό θα έκανε.
Σε δέκα λεπτά βρισκόταν μπροστά στο "Σουρωμένο Τυλιχτό". Ή, όπως έγραφε η αυτοσχέδια επιγραφή του καταστήματος, στην 'ΚΑΝΤΊΑΝ Σουρομαίνο Τιλιχτό". Κάποτε που είχε επισημάνει στον Ίαν πως είχε κάνει αναγραμματισμό στη λέξη "καντίνα", εκείνος του είχε πει θιγμένος πως δεν ήταν αναγραμματισμός αλλά λογοπαίγνιο... "Καντ-Ίαν, το 'πχιασες;" Ο Τεό δεν το είχε πιάσει, αλλά είχε πάψει από καιρό να προσπαθεί να συνεννοηθεί με τον Κανάλι. Του αρκούσε ότι ο τύπος έφτιαχνε τα πιο καθαρά βρόμικα της πόλης.
"Καλώς το Λόουν Ρέιντζερ" είπε ο Κανάλι όταν ο Τεό στάθηκε μπροστά στην "καντίαν". "Το συνηθισμένο;"
"Χαιρετώ, μάστορα. Ναι, το συνηθισμένο" απάντησε ο ντέπιουτι, κοιτάζοντας τον Ίαν. Αυτός ο άνθρωπος όσο περνούσε ο καιρός έμοιαζε όλο και περισσότερο με το Σμίγκολ. Ίσως έφταιγε το γεγονός ότι δεν του καθόταν ούτε θηλυκή γάτα εξαιτίας του στρυφνού χαρακτήρα του.
"Ακόμα κυνηγάς τη ζωντοχήρα;" ρώτησε αδιάφορα ο Τεό.
"Μη μου τη θυμίζεις!" είπε ο Ίαν και έκοψε με δύναμη στα δύο με ένα μπαλτά το λουκάνικο για το βρόμικο του Τεό. "Δε μου μιλάει από τότε που πέρασε από δω και της έδωσα ένα τυλιχτό με καλαμάκι από ουρά γάτας μέσα. Πού θα πάει όμως... κόνξες κάνει. Θα πέσει."
"Μην κρατήσεις την αναπνοή σου μέχρι τότε" μουρμούρισε ο Τεό. "Πάω να ρίξω ένα κατούρημα και επιστρέφω" συμπλήρωσε.
Γυρίζοντας από το πότισμα των κάκτων είδε να κάθεται πάνω στο ψυγείο των παγωτών έξω από την καντίνα η Μόνικα Μπρούνι. Φορούσε ράσο καλόγριας -δηλαδή σχεδόν ράσο,αφού η φούστα ίσα που εμπόδιζε τα αποκαλυπτήρια- και κρατούσε ένα δονητή στο ένα χέρι και μια Βίβλο στο άλλο.
"Γεια σου, χρυσό μου!" του είπε με τη βραχνή αισθησιακή φωνή της. "Τον τίναξες και συ;"
"Τι γυρεύεις εσύ εδώ;" ρώτησε ο Τεό. "Και τι είναι αυτά που φοράς;"
"Να, μωρέ, γυρίζουμε μια τσόντα και χρειαζόμασταν ένα απομονωμένο μέρος στην εξοχή. Ο Ίαν υποσχέθηκε να κεράσει τα βρόμικα και τα αναψυκτικά για το συνεργείο με αντάλλαγμα να του δώσουμε ένα ρολάκι, να ρίξει κάνα μπούτσο αλλιώς σε λίγες μέρες θα κάνει το τρίχρονο μνημόσυνο της φίφας του."
"Καργιόλα!" ακούστηκε η φωνή του Ίαν από την καντίνα.
"Σκάσε και ψήνε" του φώναξε η Μόνικα. "Ακόμα περιμένω να με πας για τα ψάρια που μου έταξες."
Πάνω που ο Τεό ήταν έτοιμος να ζητήσει και κείνος ένα ρόλο, ακούστηκαν ηδονικά οργασμικά βογκητά και φιλήδονες τσιρίδες. Ο ντέπιουτι γύρισε προς την κατεύθυνση του ήχου και αντίκρισε ένα εξωπραγματικό θέαμα. Ο σερίφης του Λόνλι Γουίμενς Γκρόουβ ήταν πεσμένος στα τέσσερα στο έδαφος, φορώντας ένα καπέλο και... τίποτε άλλο. Πίσω του ήταν κολλημένος ο Αρπατόνε και κουνιόταν με λύσσα βγάζοντας τις τσιρίδες που είχε ακούσει ο Τεό. Τα οργασμικά βογκητά προέρχονταν από τον Άντονι!
"Αρχηγέ! Τι... τι κάνεις εκεί;" ρώτησε εμβρόντητος.
"Είναι.... αααχχχ... ακριβώς.... ναιιιιι.... αυτό που νομίζεις... μη σταματάς...αααααχ!"
"Δεν είναι δυνατόν! Θα μου στρίψει!" ψέλλισε ο Τεό. "Φοράει και καπέλο..."
"Σε λίγο να δεις τι θα φορέσει" είπε η Μόνικα, κραδαίνοντας με νόημα το δονητή.
"ΘΕΕ ΜΟΥ! Σήκω πάνω, αρχηγέ! Σου έστριψε! Το ΄χασες! Σταμάτα αμέσως! Σήκω πάνω λέω!"
"Όχι θα κάτσω να σκάσω" είπε ο Άντονι. "Αν νομίζει η ζωντοχήρα ότι θα την περιμένω είναι γελασμένη. Τον Τζάρβις εκείνη; Τον Αρπατόνε εγώ... Συνέχισε, μωρό μου.... αααχ, ναι!"
"Άρπα τονε, μωρή άρρωστη!" φώναξε ο Αρπατόνε.
"Το κουόκα μιλάει!" ούρλιαξε ο Τεό στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.
"Εδώ μιλάει ο Ντόναλντ, καημένε, δεν θα μιλάει ο Αρπατόνε;" είπε η Μόνικα.
"Εγώ πότε μπαίνω, παιδιά;" ακούστηκε μια φωνή από ψηλά.
Ο Τεό σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό και κόντεψε να μείνει στον τόπο. Το κεφάλι του Χάτζι, με το κωλάντερό του προσαρτημένο σαν γκροτέσκο σπερματοζωάριο, αιωρείτο πάνω από την καντίνα και τους κοίταζε με το γνώριμο σπινθηροβόλο βλέμμα αγελάδας του Χάτζι.
"Άγιοι μου Θεόδωροι, Τήρωνα και Στρατηλάτη, βοηθήστε με! Ο Χάτζι... Έχει... έχει και φτερά..."
"Ήπια ένα ρεντμπούλ νωρίτερα να στανιάρω, γιατί θα παίξω στο άναλ" εξήγησε η ασώματος κεφαλή.
Ο Τεό δεν κάθησε ν' ακούσει περισσότερα. Άρπαξε το βρόμικο που είχε ετοιμάσει ο Ίαν, σάλταρε στη σέλα του αλόγου και το σπιρούνιασε φρενιασμένος. Το ζώο δεν κουνήθηκε. "Εμπρόοοοος, ψωφάλογο! Πάμε να φύγουμε! Άνοιξαν οι πύλες της κόλασης!" ούρλιαξε ο βοηθός σερίφη κοπανώντας σαν τρελός τις φτέρνες του στα πλευρά του αλόγου.
"Άντε γαμήσου, ρε μαλάκα"είπε ο Αφιονισμένος Κούτσαβλος. "Δεν πάω πουθενά. Θα παίξω και γω στην τσόντα, έχω συνεννοηθεί με τα παιδιά. Ποιος νομίζεις ότι χάλασε το περιπολικό;"
"Καλά σου λέει" είπε το κεφάλι του Χάτζι. "Μας τα ζάλισες. Τώρα θα σου δείξω εγώ" πρόσθεσε και, σηκώνοντας ψηλά το κωλάντερό του, έσκασε μ' αυτό μια μπούφλα στα μούτρα του Τεό.
Η δύναμη του χτυπήματος τίναξε από τη σέλα τον Τεό, που έπεσε στο έδαφος.
"ΟΧΙΙΙΙ.... ΜΗΗΗ... ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΣΩ!" φώναξε.
Δεύτερη μπούφλα στα μούτρα. "Σήκω πάνω, βρε συμφορά του αστυνομικού τμήματος. Σήκω, που κακό χρόνο να ΄χεις. Σήκω γιατί θα σου ρίξω κι άλλες"ακούστηκε ο Άντονι. Ο Τεό ένιωσε δυο χέρια να τον αρπάζουν και να τον καθίζουν κάπου.
Άνοιξε με κόπο τα μάτια του και είδε μπροστά του το σερίφη. Με καπέλο και τη στολή του. Πότε είχε προλάβει να ντυθεί; Κοίταξε γύρω του. Βρισκόταν στο αστυνομικό τμήμα, καθισμένος στην καρέκλα του Άντονι. Πίσω από το σερίφη, ο Καραλάμπι κυλιόταν από τα γέλια στο κελί του.
"Τι... τι έγινε; Πού πήγε το κωλάντερο του Χάτζι; Πώς βρέθηκα εδώ; Πού είναι η Μόνικα; Που είναι ο Αφιονισμένος Κούτσαβλος; Τι συμβαίνει;"
"Τι είναι αυτά που τσαμπουνάς, βρε παραλυμένε; Ποιος Αφιονισμένος Κούτσαβλος; Ποια Μόνικα; Ήρθαν οι κυρίες του Συλλόγου να φέρουν κεράσματα και σε βρήκαν ξερό στο πάτωμα από το φαΐ. Με ειδοποίησαν και ήρθα άρον άρον. Αν μάθει εξαιτίας σου η ζωντοχήρα πως είμαι στην πόλη και της είπα ψέματα, βρες τρύπα να κρυφτείς, κιορατά. Άσε που τώρα θα βουίξει η πόλη από τις κουτσομπόλες πως έχουμε συλλάβει τον Καραλάμπι. Με πήδηξες βασιλικά."
"Όχι εγώ, αρχηγέ... Ο Αρπατόνε..." είπε ο Τεό.
Η σφαλιάρα αλά Μπαντ Σπένσερ που του ΄ριξε ο Άντονι τον έριξε ξερό για δεύτερη φορά.

Γ.Α.

(Συνεχίζεται)

16

ΤΟ ΠΕΡΙΠΟΛΙΚΟ του ντέπιουτι Στάμος έτριζε και βογκούσε σαν σουμιές σε επαρχιακό γαμιστρώνα καθώς έτρεχε πολύ πάνω από το όριο ταχύτητας...