ΤΟ ΠΕΡΙΠΟΛΙΚΟ του ντέπιουτι Στάμος έτριζε και βογκούσε σαν σουμιές σε επαρχιακό γαμιστρώνα καθώς έτρεχε πολύ πάνω από το όριο ταχύτητας στον εξοχικό δρόμο του Λόνλι Γουίμενς Γκρόουβ. Ο Τεό είχε σανιδώσει το γκάζι, έξαλλος με τον Άντονι που είχε αφήσει τον κανίβαλο να τους φύγει μέσα από τα χέρια, εξοργισμένος μ' εκείνον τον πράκτορα -ή ό,τι σκατά ήταν- τον Εμίλιο Βιτάλε που είχε πέσει ουρανοκατέβατος, λυσσασμένος με το γεγονός ότι δεν του είχε μείνει ούτε μια Ντέρμπι στο όπλο του τώρα που τη χρειαζόταν. Κοιτούσε κατευθείαν μπροστά, αδιαφορώντας για το ειδυλλιακό τοπίο γύρω του.
Γουάτ δι φαλκ! σκέφτηκε. Το Λόνλι Γουίμενς ήταν ένα ήσυχο μέρος, μια καθωσπρέπει κωμόπολη, όπου μέχρι πρότινος όλα κυλούσαν ήσυχα και γαλήνια –βαρετά θα έλεγε κανείς. Πώς στο διάβολο είχε μετατραπεί από τη μια στιγμή στην άλλη σε Αγκόλα; Ξεριζωμένα κωλάντερα, μισοφαγωμένα ανθρώπινα κόκαλα, κανίβαλοι που μιλούσαν λατινικά, αδερφές του ελέους με συλλογές από Μπάρμπι και πορνοδιαστροφικά περιοδικά. Και ο σερίφης Τζουγκανάτο χαμένος στο διάστημα, ένας Θεός ξέρει σε ποια ονειροφαντασία παγιδευμένος.
Ε, λοιπόν, στη μπούτσα μου! επαναστάτησε ο ντέπιουτι. Δε θα βγάλω εγώ όλα τα φίδια από την τρύπα. Δε θα ρέψω από την πείνα και την αδυναμία για χάρη του Γκρόουβ. Έχω και τις αλλοδαπές τουρίστριες να σκεφτώ. Τι θα απογίνουν Σουηδέζες, Αγγλίδες, Βραζιλιάνες, αν με χάσουν; Αυτή η σκέψη έκανε τα σάλια του να τρέξουν. Έπρεπε να φάει κάτι επειγόντως να στανιάρει, να είναι ντούρος ανά πάσα στιγμή. Ας έλυνε το μυστήριο ο μεγάλος και τρανός έιτζεντ Βιτάλε. Να περνούσε από το "Γκαστρωμένο Τσουρέκι" του Μάικ για πέντ’ έξι σπανακόπιτες ή από την "Καντίαν" του Ίαν Κανάλι για κάνα βρώμικο; Μμμ… μεγάλο δίλημμα, ρε πούστη. Ίσως έπρεπε…
Ξαφνικά το μάτι του πήρε δυο παπούτσια με πόδια να ξεπροβάλουν ανάμεσα από τους πυκνούς θάμνους και τα χορτάρια στην άκρη του δρόμου. Πάτησε απότομα το φρένο κι ακούστηκε ένα στρίγκλισμα σαν από παρθένα που της μπαίνει αφρικανική μαλαπέρδα στη σούφρα για πρώτη φορά.
Ο Τεό χάιδεψε ασυναίσθητα το Μπλακ Ντράγκον Tερμινέιτορ XXL-666 στη ζώνη του. Βγήκε επιφυλακτικά από το περιπολικό και άρχισε να πλησιάζει το πτώμα. Μα τον Μανιτού! Ο πεθαμένοι είχαν αρχίσει να πληθαίνουν σαν τις μύγες τον Αύγουστο… ή μήπως τον Αύγουστο οι μύγες δεν πλήθαιναν, αλλά απλώς πάχαιναν; Άει σιχτίρ… τέλος πάντων, πλήθαιναν σαν τις μύγες στο σκατό. Τι στο διάβολο γινόταν σ’ αυτή την πόλη;
Φτάνοντας σε απόσταση δυο μέτρων από το κουφάρι, πάνιασε. Ανάμεσα στα αγριοχόρταρα, πεσμένος μισός μέσα και μισός έξω από τους θάμνους βρισκόταν ο αιμοδιψής κανίβαλος Τζον Καραλάμπι. Ο Τεό τέντωσε το πόδι του και σκούντησε το πτώμα. Την ίδια στιγμή ένα απρόσμενο, εκκωφαντικό νκγχρρρρρρρρρόοοοαρ τον έκανε να πηδήξει έντρομος στον αέρα και να εκτελέσει μια φούρλα σαν αυτές που έκανε όταν χόρευε το «Να’σαν τα νιάτα δυο φορές» στο πανηγύρι του Άη Μάμα κάθε Σεπτέμβρη από τότε που ΄κλεισε τα σαράντα. Όταν ξαναβρήκε το χρώμα του διαπίστωσε πως ο βρυχηθμός προερχόταν από το πτώμα που ροχάλιζε.
«Μμμ… ναι… μωράκι μου. Φίλα μου τη νγκαράφλα, Ραλούκα μου… Sânii tăi sunt ca pepenii verzi în luna iulie…» μουρμούρισε ο Καραλάμπι στον ύπνο του.
Πάλι μιλούσε ξένες γλώσσες. Όμως αυτή τη φορά δεν ήταν λατινικά, αλλά ρουμανικά. «Τα βυζιά σου είναι σαν καρπούζια του Ιούλη.» Ο Τεό είχε κουτσομάθει τη γλώσσα από τα πάρτι με τις Ρουμάνες. Σημάδεψε με το υπερόπλο του τον κανίβαλο και του έριξε μια γερή κλωτσιά στα πλευρά. «Ψηλά τα χέρια! Σήκω πάνω, ρε αρχίδι, μη σου την μπουμπουνίσω και σου γεμίσω την ψωμιέρα με κουμπότρυπες!»
Ο Καραλάμπι τινάχτηκε όρθιος σαν να πήρε φωτιά ο κώλος του και γούρλωσε τα μάτια του όταν αντίκρισε τον Τεό. «Άγιε μου Δαμασκηνέ ιερομάρτυρα, προστάτη των λογιστών, σώσε με! Τι καραμπουσμπούκης είναι τούτος!» φώναξε και έκανε να το βάλει στα πόδια.
«Ακίνητοοοος! Αστυνομία! Ακίιιιιινητοοοοος, λέω, γιατί θα σε εξαϋλώσω!» ούρλιαξε ο Τεό. «Εγώ είμαι, ρε μαλάκα, ο ντέπιουτι Στάμος» πρόσθεσε και έβγαλε το φουλ-φέις βιονικό κράνος αντάρτικου πόλεων με το πτυσσόμενο ηλεκτρονικό κυάλι Τζι-Μπι-Αρ 3245, το στόχαστρο μηδενικής απόκλισης, τη νυχτερινή όραση, τον ανιχνευτή κίνησης και το ενσωματωμένο mp3 player με πλέιλιστ των αθάνατων επιτυχιών του Πρόδρομου Τσαουσάκη. «Είναι το καινούριο υπερσύγχρονο κράνος μου αυτό… Δε μου λες, η Ραλούκα ποια είναι;»
«Ντέπιουτι…» είπε σαστισμένος ο Καραλάμπι «Τι γυρεύεις εσύ στο μπουρδέλο; Και τι είναι αυτό που κρατάς;»
«Ποιο μπουρδέλο, ρε, τι λες; Κοίτα γύρω σου να δεις πού βρίσκεσαι! Α, αυτό που κρατάω είναι το καινούριο υπερσύγχρονο όπλο μου. Δεν είναι τέλειο; Έχει και θήκη για γκοφρέτες Ντέρμπι. Να δες… Όχι, μη δεις! Κάτω τα ξερά σου! Είσαι δραπέτης, συλλαμβάνεσαι άμεσα!»
«Τι δραπέτης μου τσαμπουνάς; Ο σερίφης με έβαλε να ορκιστώ στο πορτοφόλι μου ότι θα επιστρέψω και μου έδωσε την άδεια να πάω να κόψω τα βάτα. Ε, πήγα, αλλά ξεπατώθηκα και επιστρέφοντας πήρα έναν υπνάκο στο γρασίδι. Και να τα αποτελέσματα τώρα… Με ρήμαξε η υγρασία και με πονάνε τα πλευρά μου λες και έχω φάει κλωτσιά.»
«Δε σε ρήμαξε η υγρασία, εγώ σε ρήμαξα και, ναι, έφαγες κλωτσιά. Θα σου διαβάσω τα δικαιώματά σου και θα σε πάω πίσω στην ψειρού, δεν τα τρώω αυτά που λες. Λοιπόν, ό,τι πεις μπορείς να χρησιμοποιηθεί εναντίον σου σε…»
«Τεό! Με ξέρεις τόσα χρόνια! Είναι δυνατόν να πιστεύεις ότι είμαι ένας απάνθρωπος κανίβαλος που ροκανίζει ανθρώπους; Εγώ κλάνω καμιά φορά στον ύπνο μου και πετάγομαι έντρομος από τον κρότο. Τόσο χέστης είμαι.»
«Εδώ που τα λέμε, δεν θα πίστευα ποτέ ότι είσαι κανίβαλος. Αλλά τι τα θες, σε έπιασα στα πράσα με ένα σακί γεμάτο ανθρώπινα κόκαλα.»
«Πορτοκάλια πήγαινα να κλέψω ο μαύρος, όπως πάντα, Τεό! Βρήκα τα κόκαλα μέσα σε κάτι θάμνους και τα πήρα για τις γατούλες μου» ψέλλισε ο Καραλάμπι.
«Θέλω να σε πιστέψω γιατί ήσουν φίλος και επιπλέον έχεις πρότερο έντιμο βίο αλλά, βρε συφοριασμένε, ποιος μπορεί να χάψει ότι βρήκες ανθρώπινα κόκαλα και τα πήρες για να ταΐσεις τις γάτες;» ρώτησε απαυδισμένος ο Τεό.
«Μα γιατί να πάνε χαμένα; Σε χωράφι τα βρήκα, δεν άνοιξα τάφο. Κάποιος τα είχε πετάξει και στους ιδιοκτήτες τους ήταν πλέον άχρηστα. Με την κρίση που επικρατεί είναι να πετάμε τροφή, έστω και αν είναι για γάτες; Εξάλλου οι γάτες μπορεί να γίνουν οι ίδιες τροφή αν τα πράγματα δυσκολέψουν πολύ. Δεν πάμε καλά, Τεό, σου το λέω, θα πεινάσουμε.»
«Γνωρίζοντας τι καρβουνοσάκουλο είσαι, θεωρώ ότι αυτός είναι ένας απολύτως λογικός συλλογισμός για σένα. Και τώρα που είπες ότι θα πεινάσουμε… εγώ πεινάω ήδη. Θα έρθεις μαζί μου να συζητήσουμε με το σερίφη, αλλά πρώτα να ρίξουμε κάτι στο στομάχι μας, βρε αδελφέ. Έλεγα να πάω στο "Γκαστρωμένο Τσουρέκι" του Μάικ ή στην "Καντίαν" του Ίαν. Τι λες;»
«Ποιος θα πληρώσει;» ρώτησε ελαφρά ιδρωμένος ο Τζον Καραλάμπι.
«Αμάν! Εγώ, ρε εξηνταβελόνη, μην πας από έμφραγμα!» απάντησε ζοχαδιασμένος ο Τεό.
«Ε, αν πληρώνεις εσύ, πάμε στο φαλαφελάδικο του Βανζέλι Τζόι. Έχει φαλάφελ, μπαμπαγκανούς και χούμους που είναι η χαρά του ουρανίσκου.»
«Μίνι-μάρκετ δεν είχε αυτός;»
«Το’κλεισε από τότε που εμφανίστηκε το υπερπερίπτερο του Χασάν Βουστασί Λεμπές και άνοιξε το φαλαφελάδικο "Ο Πουτανιάρης Ρεβιθοκεφτές". Τα σπάει σου λέω.»
«Ε, τότε φύγαμε. Α, και κάτι άλλο… Η Ραλούκα ποια είναι;»
«Αααχ, η Ραλούκα» είπε με ονειροπόλα έκφραση ο Τζον. «Η Ραλούκα είναι το καινούριο ρουμανάκι στις "Πληθωρικές Βυζάρες".»
«Άντε, ρε! Έφερε νέο εμπόρευμα η μαντάμ Ντανάε;»
«Εμ τι σου λέω!»
«Καλή, καλή;» ρώτησε συνωμοτικά ο Τεό.
«Αν είναι καλή λέει… Τρίκαλη! Να φανταστείς μου έπιασε με το αριστερό τον…»
«Ως εδώ! Να λείπουν οι λεπτομέρειες. Όμως θα ελέγξω το θέμα για λόγους ασφαλείας του κοινού. Μπες στο περιπολικό να την κάνουμε. Μπροστά μου να περπατάς, να σε βλέπω.»
Έτσι, μπρος ο Τζον, πίσω ο Τεό, μπήκαν στο όχημα και έφυγαν βολίδα για τον "Πουτανιάρη Ρεβυθοκεφτέ".
Γ.Α.
(Συνεχίζεται)