Η ΜΕΡΑ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ του σερίφη κυλούσε απελπιστικά αργά. Το Λόνλι Γουίμενς Γκρόουβ δεν ήταν ακριβώς Καράκας στην εγκληματικότητα. Ο τελευταίος βίαιος θάνατος στη γραφική κωμόπολη ήταν του Σαλβατόρε Κομματάς, ενός ελληνικής καταγωγής λαθροκυνηγού αγριογούρουνων, που πέθανε από εσωτερική αιμορραγία κατά τη διάρκεια φετιχιστικής αυτοϊκανοποίησης η οποία συμπεριλάμβανε μια νυφίτσα πασαλειμμένη με γράσο σιλικόνης, ένα τεύχος του περιοδικού "Φλεγόμενοι Σφιγκτήρες" και τον πρωκτό του ανδρός -η νυφίτσα επέζησε ανοίγοντας δρόμο και καταφέρνοντας να βγει από το αριστερό ρουθούνι του Σαλβατόρε, όμως εκείνος δεν στάθηκε το ίδιο τυχερός.
Ο Άντονι Τζουγκανάτο άφησε τη μυγοσκοτώστρα με την οποία έλιωνε τις μύγες που μαζεύονταν γύρω από το γραφείο του και κοίταξε μελαγχολικά τα πιάτα που βρίσκονταν μπροστά του. Χάμπουργκερ, μερίδες γύρου, πατάτες τηγανιτές, κοκορέτσι, ντόνατς και... μπάμιες. Πασχίζοντας να αναχαιτίσει το κύμα αναγούλας που σηκώθηκε από το στομάχι του στη θέα των μισητών γλιτσιασμένων λαχανικών, έφερε στο μυαλό του το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του και μαγείρισσα του αηδιαστικού πιάτου -την Τζοάνα Ανάστο, που ανάθεμα την ώρα που ΄χε ρίξει το βλέμμα του πάνω της. Η σατανική ζωντοχήρα ήξερε πως τα σωθικά του Άντονι -και ένα ακόμα σημείο της ανατομίας του- καίγονταν για εκείνη και τον βασάνιζε αδίστακτα. Την τελευταία βδομάδα του έφερνε καθημερινά από ένα πιάτο μπάμιες μαγειρεμένες με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο, υποστηρίζοντας πως τον ήθελε για δοκιμαστή γιατί θα έπαιρνε μέρος στο διαγωνισμό για τη νοστιμότερη συνταγή για μπάμιες που διοργάνωνε ο Σύλλογος Κυριών του Λόνλι Γουίμενς Γκρόουβ, μια και η μπάμια ήταν το λαχανικό-μασκότ της κωμόπολης προς τιμήν του μέσου όρου μεγέθους πέους των αντρών της. Ο Άντονι απεχθανόταν τις μπάμιες περισσότερο και από τους πεσμένους γυναικείους κώλους, αλλά η αντρική τιμή του δεν του επέτρεπε να πει ψέματα στη μοσκιά* του ότι δήθεν τις είχε φάει -ΕΠΡΕΠΕ να τις κατεβάσει έστω και σπρώχνοντάς τις με λαμπάδα στον οισοφάγο. Σήκωσε το πιρούνι του με βαριά καρδιά, κάρφωσε την πιο μικρή μπάμια, ένα σιχαμερό μακρουλό ξέρασμα που έμοιαζε με πράσινη παραβρασμένη κάμπια ή με γυμνοσάλιαγκα που είχε κολλήσει σύφιλη, ή με κουραδάκι από σκυλί τσιουάουα που είχε φάει βρούβες ή...
"Αρχηγεεεέ... Αρχηγεεεέ..." ακούστηκε μια φωνή και ο Τεό Στάμος, ο βοηθός του Άντονι -σαν να λέμε ο ντέπιουτι- μπούκαρε στο γραφείο χωρίς να χτυπήσει την πόρτα.
Ο Άντονι τον κοίταξε τσαντισμένος. "Δε σου'χω πει να χτυπάς προτού μπεις, ρε κερατά; Θες να σου μπάσω το διάολο μέσα σου;"
Ο Τεό δεν απάντησε. Το βλέμμα του είχε κολλήσει σαν υπνωτισμένο στο ποτ-πουρί εδεσμάτων πάνω στο γραφείο. Τελικά κατάφερε να μιλήσει, ρουφώντας ταυτόχρονα τα σάλια του."Τι βλέπω, αρχηγέ; Πάλι πέρασαν οι κυρίες της πόλης από δω και σου 'φεραν καλούδια; Πάνω στην ώρα ήρθα, με αγαπάνε και οι τρεις πρώην πεθερές μου."
"Αφορεσμένε, που να σου πάρει ο διάολος τσι προγόνοι, το πρωί δεν έφαγες τρεις μπουγάτσες με κρέμα, δυο σάντουιτς με γύρο, έξι αβγά Τουρκίας, τις καραμέλες που έχουμε για τους επισκέπτες, τα στραγάλια που είχαν ξεμείνει στο φοριαμό από το περυσινό πρωτοχρονιάτικο πάρτι, το μπολ με τη σκυλοτροφή που είχα αφήσει πάνω στο γραφείο μου για τον Κ9 Αζόρ και το μπονσάι που πέρασες για σαλάτα;"
"Ε, αυτά ήταν πρόγευμα, κοντεύει δύο, αρχηγέ... Τέλος πάντων, για άλλο σε ήθελα. Καθώς έκανα περιπολία κοντά στο "Αλέγκρο Τσουκάλι" είπα να ρίξω κάνα δυο πετονιές στη λίμνη. Έπιασα που λες έναν κυπρίνο πέντε κιλά. Όταν τον ξεκοίλιασα για να τον καθαρίσω βρήκα αυτό!" Ο Τεό άφησε πάνω στο γραφείο του Άντονι ένα σακουλάκι στοιχείων που περιείχε ένα μακρύ υγρό γκριζωπό πράγμα που έμοιαζε με σάρκινο σωλήνα.
"Τι είναι αυτή η αηδία;" είπε με αποστροφή ο Άντονι. Είχαν βαλθεί να τον ξεκάνουν όλοι σήμερα. Πρώτα η ζωντοχήρα, τώρα ο βοηθός του.
"Ορθόν" απάντησε ο Τεό.
"Ποιο;"
"Τι ποιο;" ρώτησε ο Τεό.
"Ποιο είναι ορθόν;"
"Αυτό 1-0, αρχηγέ... λολ"
"Μπα, που να σε φάει ο λύκος, κερατά! Τι ορθόν και λάθος μου λες;" φώναξε ο Άντονι.
"Ορθόν, αρχηγέ! Πώς το λένε; Απευθυσμένο. Παχύ έντερο. Πρωκτικός σωλήνας. Μπουμπάρι. Κωλάντερο, ρε παιδί μου!"
"ΚΩΛΑΝΤΕΡΟ; Τι κωλάντερο, πού κωλάντερο, πώς κωλάντερο; Ποιανού το κωλάντερο; Είχε καμιά νυφίτσα μέσα;" ρώτησε κάτωχρος ο Άντονι. Το μόνο που του έλειπε τώρα ήταν μια επιδημία φετιχιστών που έχωναν νυφίτσες στον κώλο τους.
"Τι νυφίτσα, καλέ; Στο στομάχι του κυπρίνου σου λέω το βρήκα. Πάντως είναι ανθρώπινο. Το ξέρω γιατί έχω ξαναδεί σε μια παλιότερη υπόθεση. Θυμάσαι το Σαλβατόρε Κομματάς; Ε, το δικό του."
Ο Άντονι έκλεισε τα μάτια του. Μέχρι εκείνη τη στιγμή πίστευε πως το χειρότερο που μπορούσε να συμβεί στη μέρα του ήταν οι μπάμιες της ζωντοχήρας. Να όμως που ένα άγνωστης ταυτότητας κωλάντερο είχε έρθει να τον διαψεύσει.
Γ.Α.
(Συνεχίζεται)
Γ.Α.
(Συνεχίζεται)
* Ονομασία τού φυτού ροδή η μόσχοσμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου