30 Απριλίου, 2017

6



Ο ΤΕΟ ΑΝΗΦΟΡΙΖΕ με το περιπολικό ένα κακοτράχαλο μονοπάτι στο Δάσος του Φουρκισμένου, το οποίο είχε ονομαστεί έτσι από ένα μακρινό θείο του Άντονι Τζουγκανάτο που κρεμάστηκε από μια φτελιά όταν το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του, μια χήρα παπαδιά με εφτά παιδιά, κλέφτηκε με έναν πλανόδιο πωλητή ερωτικών βοηθημάτων τα οποία μπορούσαν να μετατραπούν σε βεντούζες αποφράξεων. Σύμφωνα με τον τοπικό μύθο, πριν φουρκιστεί, ο τύπος είχε ρίξει κατάρα και όποιος περιπλανώμενος έχεζε εκεί πάθαινε μόνιμη δυσκοιλιότητα, στούμπωνε και πέθαινε εντέλει με φριχτούς πόνους. Αυτός, έλεγαν οι παλιοί, ήταν ο λόγος που όλες οι αρκούδες του δάσους του Φουρκισμένου είχαν μεταναστεύσει στα τριγύρω βουνά -τα ζώα είχαν ένστικτο. Δεισιδαιμονίες, φυσικά. Ο Τεό είχε κοπρίσει επανειλημμένα σχεδόν όλα τα πουρνάρια και το έντερό του λειτουργούσε ρολόι. Ο Άντονι όμως ήταν προληπτικός και δεν πατούσε ποτέ εκεί. Ο γερο-σπασοκλαμπάνιας ήταν ανυπόφορος ώρες-ώρες αλλά ο Τεό έλπιζε πως δεν θα είχε τη μοίρα του αυτόχειρα συγγενή του, αν και δυστυχώς όλα έδειχναν πως η ζωντοχήρα ιδιοκτήτρια πετ-σοπ με τα εφτά ζωντανά θα τον έστελνε στον τάφο πριν την ώρα του.
Ούτως ή άλλως το πρόβλημα του Τεό τώρα δεν ήταν η κατάληξη του Άντονι, αλλά το γεγονός ότι ο μήνας καλά καλά δεν είχε φτάσει 15 και είχε φάει όλο το μισθό του -κυριολεκτικά. Χρειαζόταν ρευστό. Και ο μόνος τρόπος για να το αποκτήσει ήταν να αρμέξει τις "αγελάδες" του. Μία από αυτές ήταν ο Ντίμι Τζιανούλι, ο ιδιοκτήτης του παράνομου αποστακτήριου. Μπορεί να ήταν φίλος και πρώην συνεργάτης του Τεό, όμως τώρα ο Τεό ήταν εκπρόσωπος του νόμου και δεν μπορούσε να κάνει τα στραβά μάτια στις παράνομες δραστηριότητες ακόμα κι όταν αυτές προέρχονταν από αγαπητά του πρόσωπα -εκτός αν υπήρχε ΠΟΛΥ καλός λόγος. Και στην περίπτωση του Τζιανούλι υπήρχαν τρεις πολύ καλοί λόγοι. Τα τρία κατοσταδόλαρα που έσκαγε κάθε μήνα ο Ντίμι στον Τεό για να παραβλέπει τις αναθυμιάσεις του αλκοόλ που υψώνονταν πάνω από τα δέντρα του Δάσους του Φουρκισμένου. Τo αποστακτήριο τροφοδοτούσε όλα τα καταγώγια της πόλης με φτηνό αλκοόλ έτσι ώστε ήταν όλοι ευχαριστημένοι, ιδιοκτήτες και πελάτες. Ο μόνος που δεν γνώριζε για την ύπαρξή του ήταν ο ιδεαλιστής και ονειροπόλος σερίφης, όμως όπως έλεγε και η παροιμία των Σιου, «αυτό που δεν γνωρίζεις δεν μπορεί να σε βλάψει.»
Ο Τεό πάρκαρε το περιπολικό εκεί όπου ο χωματοδρόμος έδινε τη θέση του σε αγκωνάρια και χαμόκλαδα και έκανε με τα πόδια την υπόλοιπη διαδρομή μέχρι το αποστακτήριο. Όταν μπήκε μέσα είδε τον Ντίμι να ανακατεύει με την κουτάλα το απόσταγμα και τον Πέλο Τζαμ, τον ιδιοκτήτη του μεζεδοπωλείου «Ένα Ούζο στο Πιρούνι», να ασχολείται με το αγαπημένο του χόμπι, εκείνο του δοκιμαστή.
«Καλά το ΄χω πει ότι με αγαπάνε και οι τρεις πρώην πεθερές μου» φώναξε εύθυμα όταν είδε τους μεζέδες που είχαν ετοιμάσει οι φίλοι του.
Οι δύο άντρες στράφηκαν προς το μέρος του. Ο Πέλο Τζαμ κόντεψε να καταπιεί το πιρούνι με το λουκανικάκι που κρατούσε μπροστά στο στόμα του και ο Ντίμι σήκωσε την κουτάλα για να κοπανήσει το αγνώστου ταυτότητας ομιλόν θαλασσινό που αντίκρισε.
«Τι είναι αυτό που φοράς, ρε μαλάκα;» ρώτησε ο Πέλο μετά την πρώτη έκπληξη.
«Φουλ-φέις» απάντησε ο Τεό.
«Αυτό το βλέπω. Γιατί έχει πλοκάμια;»
«Δεν μας έχει εγκρίνει κανονικά το υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Αυτό το ‘χω από το πάρτι με τις Σουηδέζες την Πρωτοχρονιά» είπε ο Τεό, που αυτή τη φορά φορούσε ένα γαλάζιο φουλ-φέις τύπου Νυαρλαθοτέπ.
«Τσέχες δεν ήταν; Και γιατί το φοράς;» ρώτησε ο Τζιανούλι.
«Άλλο πάρτι αυτό. Λοιπόν, παιδιά, βιάζομαι… μμμ... ωραίο φαίνεται αυτό το σαλαμάκι μπίρας, κάτσε να δοκιμάσω… σιχτίρ… μπφφ…. μου μπήκαν στο στόμα τα πλοκάμια… γαμήδια… Εντάξει, τα κατάφερα… τι έλεγα; Α, ναι… Βιάζομαι, πρέπει να ανακρίνω κόσμο. Ντίμι, ετοίμασέ μου ένα καλαθάκι για το δρόμο και φέρε το ρευστό, να την κοπανήσω.»
«Τι έγινε; Κατούρησε κάνας γάτος τις πετούνιες έξω από το δημαρχείο και ψάχνεις τον ένοχο; Tη ζωντοχήρα να ανακρίνεις» είπε γελώντας ο Πέλο.
«Σαν να ‘βαλε ψύχρα ξαφνικά…» είπε θιγμένος ο Τεό. Όλοι νόμιζαν ότι οι μπάτσοι του Γκρόουβ έξυναν τα παπάρια τους νυχθημερόν, αλλά θα τους έφευγε η μαγκιά όταν θα έβγαιναν τα νέα στη φόρα. «Δεν μπορώ να πω τι έγινε, πρόκειται για άκρως απόρρητη υπόθεση, όμως ένα σας λέω: τόσο καιρό κυκλοφορούσε ένας ψυχοπαθής δολοφόνος ανάμεσά μας και θα…»
«Κόψε το δούλεμα, ρε Τεό» τον διέκοψε ο Τζιανούλι. «Πες τα σε κάναν τουρίστα αυτά, όχι σε μας που ξέρουμε ότι την τελευταία φορά που βρέθηκε πτώμα στο Γκρόουβ ήταν όταν ο Σαλβατόρε έχωσε τη νυφίτσα στον κώλο του. Τhey call him Judge, his last name is Dreeeed, so break the law, and you may wind up deeeead!» τραγούδησε κοροϊδευτικά, κουνώντας την κουτάλα πέρα δώθε και τινάζοντας σταγόνες αποστάγματος σαν χεβιμεταλάς ιερωμένος τα Θεοφάνια.
«Έχετε χάρη που δεν μπορώ να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες, αλλά αν ξαναδείτε εκείνον τον κανίβαλο φραγκοφονιά, τον Καραλάμπι, να κλέβει μποστάνια εμένα να με χέσετε» είπε τσαντισμένος ο Τεό. «Ούτε ξέρω πόσες φορές θα του ρίξουν ισόβια όταν δουν τα μισοφαγωμένα απομεινάρια αυτών που κλάδεψε. Έτσι δεν με πιστεύατε όταν έλεγα ότι ο Χάτζι την κουνάει την αχλαδιά, αλλά να που το ξεριζωμένο κωλάντερό του τώρα είπε την αλήθεια. Τι είναι κείνο κει, ρε Ντίμι, δίπλα στις σαρδέλες; Τσορίζο ή Μπούρενβουρστ;»
Όταν δεν πήρε απάντηση, σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τους δύο άντρες. Είχαν μείνει με ανοιχτό το στόμα.
«Ναι, τι;» είπε ο Τεό. «Σας είπα, δεν μπορώ να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες. Ντίμι, το καλαθάκι μου και το χρήμα, σβέλτα. Και δεν χρειάζεται να σας πω να μη μιλήσετε σε ΚΑΝΕΝΑΝ. Ο ανθρωποφάγος μπορεί να έχει συνεργούς.»
«Τελικά, το φουλ-φέις γιατί το φοράς;» ψέλισσε ο Πέλο.
«Για να ρωτάς… λολ… τρολόλ….» απάντησε ο Τεό.
***
Καθώς ο ντέπιουτι του Λόνλι Γουίμενς Γκρόουβ επέστρεφε στην πόλη με το τριακοσάρι στην τσέπη και το καλαθάκι ανοιχτό δίπλα του για να τσιμπολογάει επειδή η απότομη κατάβαση από το βουνό πάντα του προκαλούσε ίλιγγο και αναγούλα, ακούστηκε από τον ασύρματο ο αρχηγός. «Τεό! Πού είσαι, βρε γυμνοσάλιαγκα; Πού γαμπρίζεις πάλι και μ’ έχεις αφήσει μόνο μου στο τμήμα;»
«Αχηγέ, συ δε μ’ έφστειλες να κάω ανάκγιση;» είπε μπουκωμένος με αυστριακό σπεκ ο Τεό.
«Τρως πάλι, βρε αδηφάγε κορκόδειλε, που να σε φάει η μαρμάγκα; Με πήρε τηλέφωνο η ζωντοχήρα. Πετάξου γρήγορα στο σπίτι της να σου δώσει το κουάκερ. Θέλει να το κρατήσω σπίτι μου λίγες μέρες μέχρι να το πάει για στείρωση γιατί καβαλάει τις γάτες της.»
Αμάν αυτός ο άνθρωπος! Όλο Τεό και Τεό. Ούτε λίγο απάκι δεν μπορούσε να φάει με την ησυχία του. «Το κουάκερ; Καβαλάει τις γάτες; Τι είναι αυτά που λες, αρχηγέ;»
«Το ζούδι της ζωντοχήρας, βρε όρνιο! Κείνο το αυστραλέζικο που λέει ότι βρήκε στην αυλή αλλά γύρευε ποιος χαραμοφάης μορφονιός της το χάρισε!» είπε πικραμένος ο Άντονι.
«Α, τον Αρπατόνε! Κουόκα είναι, όχι κουάκερ.»
«Κουόκα, μουόκα, κακό ψόφο να ΄χει κι αυτό και ο μαχαλόμαγκας που της το ΄δωσε. Πήγαινε πάρ’ το και έπειτα έλα κατευθείαν εδώ γιατί περιμένω το δόκτορα Ζαγκαρόλα και τη Μόνικα για την αυτοψία. Όλα τα ΄χαμε, τα καυλωμένα ποντίκια μας λείπανε» είπε ο σερίφης.
«Τη Μόνικα τι τη θες; Βρέθηκε κι άλλο κωλάντερο;» ρώτησε ο Τεό.
«Μπα που να φας τη γλώσσα σου, που μόνο αυτή δεν έχεις φάει! Θεός φυλάξοι! Δεν βρέθηκε άλλο κωλάντερο, όμως η Μόνικα είναι μια αισθητικός, ασχολείται με το ανθρώπινο σώμα, έχει γνώσεις ανθρωπολογίας. Μπορεί να φανεί χρήσιμη.»
«Μαρσιποφόρο» είπε ο Τεό.
«Τι μαρσιποφόρο; Τι λες πάλι;» ρώτησε ο Άντονι.
«Ο Αρπατόνε είναι μαρσιποφόρο, δεν είναι ποντίκι» εξήγησε ο Τεό.
«Ποντίκια να σε φάνε!» φώναξε αγανακτισμένος ο σερίφης. Ακολούθησε σιγή ασυρμάτου.

Γ.Α.

(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

16

ΤΟ ΠΕΡΙΠΟΛΙΚΟ του ντέπιουτι Στάμος έτριζε και βογκούσε σαν σουμιές σε επαρχιακό γαμιστρώνα καθώς έτρεχε πολύ πάνω από το όριο ταχύτητας...