Ο ΒΟΗΘΟΣ ΣΕΡΙΦΗ του Λόνλι Γουίμενς Γκρόουβ οδηγούσε με σταθερή ταχύτητα 60 χιλιομέτρων, όχι επειδή ήταν υπερβολικά προσεκτικός, αλλά γιατί κρατούσε το τιμόνι με το ένα χέρι ενώ με το άλλο έτρωγε ένα βρόμικο με τέσσερα είδη αλλαντικών (παστράμι, πικάντικο σαλάμι μπίρας, παστουρμά, σουτζούκι), ροκφόρ, κασέρι, τηγανητές πατάτες, ντομάτα, μανιτάρια, διπλή ομελέτα, καραμελωμένα κρεμμύδια, κέτσαπ και μουστάρδα, το οποίο ήθελε να απολαύσει. Η διαδρομή μέχρι το "Αλέγκρο Τσουκάλι" θα διαρκούσε περίπου είκοσι λεπτά, οπότε δεν ήθελε να του 'ρθει καμιά ζαλάδα από την πείνα μέχρι να βρεθεί εκεί και να γευτεί το θεϊκό στιφάδο της Άννι Γουίλκς. Η ζωή είναι ωραία, ρε φίλε, σκέφτηκε ικανοποιημένος. Νόστιμο φαγητό, επιτέλους μια περιπετειώδης δουλειά έπειτα από τη βαρεμάρα στο αποστακτήριο του Ντίμι Τζιανούλι, και τελευταίες και μη εξαιρετέες οι ωραίες γυναίκες του Γκρόουβ. Τι άλλο μπορούσε να ζητήσει ένας...
"Γαμώ το μουνί της πεταλούδας!" φώναξε μπουκωμένος, εκτοξεύοντας σάλια και αλεσμένη τροφή στο παρμπρίζ, σανιδώνοντας ταυτόχρονα το φρένο και αρπάζοντας το τιμόνι με τα δύο χέρια με αποτέλεσμα το απολαυστικό βρόμικο να πέσει πάνω του και να κατρακυλήσει στο πάτωμα του περιπολικού, ζωγραφίζοντας κατά τη διαδρομή ένα μονοπάτι από λάδια, κρεμμύδια, μουστάρδα και κέτσαπ στη στολή του.
Κάποιος μαλάκας είχε πεταχτεί σαν το Νουρέγιεφ στη μέση του δρόμου από τις πικροδάφνες στο πλάι του οδοστρώματος. Όταν συνήλθε από το ξάφνιασμα, ο Τεό βγήκε από το περιπολικό έξαλλος. Πάνω στην αναμπουμπούλα είχε πατήσει το σάντουιτς και το είχε κάνει αλοιφή για τους κοριούς. Ούτε το μισό δεν είχε φάει, γαμώ την αγανάκτηση!
"Τι στο διάβολο νομίζεις ότι κάνεις, ρε μπαγλαμά; Ευτυχώς που πήγαινα με..." Σταμάτησε απότομα κοιτάζοντας τον άντρα που στεκόταν στη μέση του δρόμου κάτασπρος, με γουρλωμένα μάτια, κρατώντας σφιχτά ένα τσουβάλι μπροστά στο στέρνο του. «Τζον, εσύ είσαι; Είσαι καλά;»
Ο Τζον Καραλάμπι ανοιγόκλεισε το στόμα του αλλά δεν βγήκε κανένας ήχος. Έπειτα από μερικές προσπάθειες ακόμα, βρήκε επιτέλους τη φωνή του. "Εεε… εεε… Εγώ… Ναι, καλά είμαι… Συγνώμη, δεν ήθελα να σε τρομάξω, ντέπιουτι Στάμος.»
«Γιατί πετάχτηκες στη μέση του δρόμου;»
«Δεν… δηλαδή… είχα… δεν είχα… πήγα… ερχόμουν από… Είδα μια οχιά!»
«Ε, και; Οχιά είδες, όχι ανακόντα. Πρώτη φορά βλέπεις; Κάθε μέρα τριγυρίζεις στα καταράχια και τα περιβόλια…» είπε ο Τεό. Έπειτα κοίταξε καχύποπτα το τσουβάλι που κρατούσε σφιχτά ο Τζον. Ο τύπος ήταν η μάστιγα των μποστανιών, ο όλεθρος των οπωρώνων, η συμφορά των ξέφραγων αμπελιών. Όχι ότι είχε διαμαρτυρηθεί κανείς στο αστυνομικό τμήμα για το πλιάτσικό του. Όλοι ήξεραν τι καρβουνοσάκουλο και καρμίρης ήταν. Άλλοι έκαναν το σκατό τους παξιμάδι, αυτός το έκανε πασχαλινό τσουρέκι και το κατανάλωνε μια φορά το χρόνο –για οικονομία. Οι κάτοικοι του Γκρόουβ τον θεωρούσαν ένα γραφικό εξηνταβελόνη και δεν τον παρεξηγούσαν. Όμως ο Τεό ήταν ένας εκπρόσωπος του Νόμου –δεν μπορούσε να κάνει τα στραβά μάτια ακόμα κι αν τα κλοπιμαία ήταν μερικά πεσμένα πορτοκάλια ή τρεις χούφτες μούσμουλα. Άσε που ήταν ακόμα χολωμένος για το αδικοχαμένο βρόμικο. «Τι έχεις εκεί μέσα;» ρώτησε.
«Πού;» είπε ο Τζον.
«Εκεί 1-0! Λολ… τρολόλ!» απάντησε ο Τεό ξεκαρδισμένος στα γέλια. Έπειτα σοβαρεύτηκε απότομα. Ήταν εν ώρα υπηρεσίας, διάβολε. «Στο τσουβάλι.»
«Τίποτα.»
«Άσ’ τα αυτά. Ποιος κακομοίρης κλαίει τα λαχανικά του; Τι έχεις τσουρνέψει σήμερα;»
«Τίποτα! Κάτι ζοχούς μάζεψα για να τους βράσω με κολοκύθα, φύλλα από κρεμμύδι και…»
«Σε ποιον τα πουλάς αυτά, ρε; Άδειασε το τσουβάλι αμέσως!»
«Μα σου λέω δεν έκλεψα τίποτα και…»
«Άδειασε το τσουβάλι ΤΩΡΑ, μη σε πάω δεμένο πισθάγκωνα στην ψειρού!» φώναξε με αυστηρό ύφος ο Τεό. Πάντα ήθελε να το πει αυτό. Σιγά μην πήγαινε τον τσιφούτη στο τμήμα για να τον ταΐσουν, να καλομάθει και να ρημάζει τις πορτοκαλιές κάθε τρεις και λίγο για να τον χώνουν μέσα για μασαμπούκα κούτρα.
Ο Τζον, που εκτός από φραγκοφονιάς του ελέους ήταν και χέστης, παραδόθηκε στη μοίρα του. Γύρισε το τσουβάλι ανάποδα και άδειασε το περιεχόμενο στο οδόστρωμα.
«Ε, θα πηδηχτώ από το παράθυρο!» αναφώνησε εμβρόντητος ο Τεό.
Από το τσουβάλι είχε πέσει ένας σωρός από μισοφαγωμένα ανθρώπινα κόκαλα: μηριαία οστά, παΐδια, ένας βραχίονας με την παλάμη ατόφια και μερικά κρανία, από τα οποία το ένα είχε και τη μύτη επάνω.
«Δεν είναι αυτό που νομιζ…»
«Ακίνητος, καργιόλη! Αν κουνηθείς σου την άναψα!» βρυχήθηκε ο Τεό και έκανε να τραβήξει το περίστροφό του, αλλά την ίδια κιόλας στιγμή θυμήθηκε πως το όπλο ήταν κλειδωμένο στο πορτμπαγκάζ του περιπολικού. «Να πάρει ο διάολος!» είπε και έτρεξε προς τα εκεί, όμως συνειδητοποίησε σχεδόν αμέσως πως είχε αφήσει τα κλειδιά στη μίζα. «Μη χέσω!» φώναξε και γύρισε πίσω να τα πάρει.
Από τότε που ο προηγούμενος βοηθός σερίφη, ο Ιλάι Μπακαλό, είχε πυροβολήσει το πόδι του τραβώντας όπλο για να την ανάψει σε μια γυναίκα που ανέβηκε με το αμάξι στο πεζοδρόμιο ενώ προσπαθούσε να παρκάρει, ο σερίφης είχε ζητήσει από τον αντικαταστάτη του Ιλάι –τον οποίο Ιλάι ξήλωσε με συνοπτικές διαδικασίες- να έχει το όπλο του στο πορτμπαγκάζ του περιπολικού για δύο λόγους. Πρώτον, η εγκληματικότητα στην πόλη ήταν μηδενική, άρα δεν είχε νόημα να οπλοφορεί και να τρομάζει ο κόσμος. Δεύτερον, στην περίπτωση που του ερχόταν να τη μπουμπουνίσει σε έναν πολίτη μόνο και μόνο επειδή ήταν φύλου θηλυκού, να είχε στη διάθεσή του χρόνο να το ξανασκεφτεί όσο θα πήγαινε στο πορτμπαγκάζ να βρει το όπλο του.
Ο Τεό άνοιξε γρήγορα το πορτμπαγκάζ και, έχοντας το ένα μάτι στραμμένο στον κανίβαλο, άρχισε να ανακατεύει αλλόφρων τα πράγματα που είχε πεταμένα μέσα. Μια σακούλα με πετονιές και αγκίστρια, το πτυσσόμενο καλάμι, κάτι παλιά τεύχη του «Ξέσκισέ με», άδεια σακουλάκια από πατατάκια, περιτυλίγματα από σουβλάκια και χάμπουργκερ, μια ξεραμένη φραντζόλα ολικής άλεσης –του την είχε χαρίσει ο Μάικ και δυστυχώς την είχε ξεχάσει εκεί, αλλά μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει σε κιμά για κεφτέδες και δεν την είχε πετάξει-, το καλάθι-παγίδα για τις καραβίδες, τη στολή του Μπάτμαν από τις απόκριες και.. ΝΑΙ! Κάτω από τα άδεια μπουκάλια του Τζόνι Γουόκερ Μπλου Λέιμπελ και τα κουτιά με τις καπότες που είχαν περισσέψει από το πάρτι στην παραλία με τις Ρουμάνες είδε την άκρη της κάννης του περίστροφου. Το άρπαξε και το έστρεψε στα τυφλά στον Τζον.
«Πέσε κάτω, ρε μαλάκα, και μη διανοηθείς να κάνεις καμιά εξυπνάδα γιατί θα σου γεμίσω την ψωμιέρα με κουμπότρυπες!» ούρλιαξε και ταυτόχρονα είδε έντρομος ότι δεν κρατούσε το υπηρεσιακό περίστροφο αλλά το πιστόλι τιμολόγησης που του είχε ξεμείνει από τότε που δούλευε στο Αποστακτήριο του Ντίμι. Βαγγελίστρα! Θα τον έτρωγε –κυριολεκτικά- μπαμπέσικα ο σχιζοφρενής ταλιροπαγίδας!
Ο Τζον σήκωσε τα χέρια του και έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. «Μη, ντέπιουτι Στάμος! Σου είπα πως δεν είναι αυτό που…» Όμως δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Ο Τεό τινάχτηκε σαν ιαγουάρος που βλέπει το θήραμά του, έκανε ένα διπλό τόλουπ λόγω υπερέκκρισης αδρεναλίνης και καθώς προσγειωνόταν κοπάνησε με το πιστόλι τιμολόγησης την αιμοσταγή δεκαρομαζώχτρα στην κορυφή του κεφαλιού. Ο Καραλάμπι σωριάστηκε στο δρόμο σαν να τον χτύπησε κεραυνός.
Γ.Α.
(Συνεχίζεται)
Γ.Α.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου